28 Απρ 2010

Μικρές Χαρές

και μια πιο παλιά  βραβευμένη δουλειά

27 Απρ 2010

Ήτανε λέει μια γριά πόρνη ....

Ο τελευταίος αγαπητικός, μήνες τώρα την έσερνε στα παζάρια της Δύσης προσπαθώντας να την ξεφορτωθεί. Να την πουλήσει όσο -όσο. Λέγαν πως βαστούσε από γενιά αρχοντική, στα νιάτα της ήταν πεντάμορφη, την κυνηγούσαν καν και καν: πρίγκιπες, στρατηγοί και βασιλιάδες.
Όμως εκείνη άμυαλη, νέα, ευκολόπιστη ακολουθούσε την καρδιά κι όχι το μυαλό. Θύμα του κάθε λιμοκοντόρου, αγαπητικού με τα ωραία λόγια, που της έταζε λαγούς με πετραχήλια. Τόσοι και τόσοι τρύγησαν το κορμί και τα νιάτα της βάζοντας την να κοιμάται με τον ένα και τον άλλο, πουλώντας την στον κάθε αλήτη. Τάζοντας της γάμο, παιδιά, σπιτικό. Λόγια, λόγια, λόγια…
Αφού της άρπαξαν και την τελευταία δεκάρα, την παράτησαν άφραγκη και μόνη.
Όμως να, η γυναίκα αναθάρρησε τελευταία, σκέφτηκε πως μπορεί να της γύρισε η τύχη στα στερνά-στερνά. Ο τελευταίος αγαπητικός, ο πιο νέος, που ‘χε ακουστά για κάτι λίρες που ‘κρυβε τάχα στο σεντούκι, της πούλησε πάλι το ίδιο παραμύθι: «Θα σε κάνω κυρία, θα σε σέβονται όλοι, έχεις ωριμότητα και σοφία, αξίζεις και δεν το ξέρεις» κι άλλα τέτοια σορόπια, που ρίχνανε παλιά τα κοριτσάκια.
Μα όσο κι αν έψαξε, λίρες δε βρήκε ο καινούργιος. Μόνο κάτι...

κεντίδια κι ασπρόρουχα που μοσχομύριζαν λεβάντα είναι η αλήθεια, αλλά τι να τα κάνει τα πανιά και τα στολίδια. Χρυσό δε βρήκε. Βαρέθηκε γρήγορα, τη σιχαινόταν κιόλας, με το ζόρι την άγγιζε, άλλα όνειρα είχε αυτός. Να πάει γαμπρός στα ξένα , στην Ευρώπη, να γίνει άρχοντας. Άρχοντας με τους αρχόντους.
Θέλησε να την ξεφορτωθεί γρήγορα, του ‘χε γίνει στενός κορσές, τον κοίταζε κι έλειωνε, του ‘λεγε πως τον αγαπούσε, πως ήταν όμορφος και ευγενικός κι άλλες τέτοιες αηδίες. Πως της θύμιζε τον πατέρα του. Είχε ακουστεί πως στα νιάτα της, όταν ήταν πεντάμορφη, είχε αγαπήσει τρελά τον πατέρα του, λεβεντάνθρωπο, καλοστεκούμενο, χουβαρντά και γλετζέ. Του τα ‘δωσε όλα. Από τότε που τον έχασε, άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Αλλά αυτό είναι τόσο παλιά ιστορία που μερικοί λένε πως μπορεί και να μην έγινε στ’ αλήθεια.
Και να τον τώρα να τη σέρνει από παζάρι σε παζάρι, προσπαθώντας να την πουλήσει όσο την αγόρασε απ’ τον προηγούμενο. Έστω πέντε τάλιρα. Να ρεφάρει βρε αδερφέ. Γιατί μεροκάματο μαζί της, δεν έβγαζε.
Την έβαψε, τη φτιασίδωσε και την πήρε αλαμπρατσέτα να την τριγυρνάει στις αγορές της Δύσης. Ξημεροβραδιάζονταν σε παζάρια, καμπαρέ, σε λιμάνια και σε κάθε λογής καταγώγια, ανάμεσα σε καπνούς και καυγάδες, μεθυσμένους ναύτες, τυχοδιώκτες, κομπιναδόρους, χωριάτες, ξεπεσμένους στρατηγούς και ανήλικες πόρνες.
Όμως κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ν’ αγοράσει αυτή την ξεπεσμένη πόρνη. Υπήρχε μεγάλη προσφορά από φρέσκο εμπόρευμα κι άλλωστε οι καιροί ήταν δύσκολοι.
Ο αγαπητικός άρχισε να χάνει την υπομονή του, βλαστημούσε την τύχη του για το φορτίο που του ‘λαχε. Η γυναίκα κουρασμένη, τσακισμένη, με βουρκωμένο βλέμμα, και πόδια βαριά, τον ακολουθούσε όπου την πήγαινε.
Αραιά και που, σήκωνε τα μάτια για να δει γύρω της μόνο βλέμματα περιπαικτικά και χυδαία. Οι φρέσκιες πόρνες την κουτσομπόλευαν, την περιγελούσαν μπροστά στα μάτια της, την έσπρωχναν. Ξαφνικά ένα ψειριάρικο χαμίνι τη φτύνει. Κοκαλώνει στη μέση του δρόμου. Εκείνος ούτε που γυρίζει να την κοιτάξει. «Έτσι μου ‘ρχεται να την παρατήσω εδώ χάμου, σκέφτεται». Μια ανήλικη με λάγνο βλέμμα και κατακόκκινα χείλη τον πλησιάζει και του λέει με ξενική προφορά, χώνοντάς του στη μούρη την πίπα της : «Παλικάρι, μου δίνεις τη φωτιά σου;»
Η γυναίκα νηστική, αποκαμωμένη, έτοιμη να σωριαστεί, γυρεύοντας κάπου να στηριχτεί, του λέει με παράπονο: «Πού με πας γιέ μου; Άσε με να γυρίσω σπίτι μου».
Κείνη τη στιγμή πνίγομαι, ανοίγω το στόμα μου να φωνάξω, να ουρλιάξω: «Πού την πας ρε, αυτή η γυναίκα είναι η μάνα μου, είναι η μάνα σου. Αυτή η γυναίκα είναι η μάνα μας! Ασ’ την ήσυχη ρε…»
Η φωνή μου δε βγαίνει. Με λούζει κρύος ιδρώτας.
Ξυπνώ.
Ανατολή

26 Απρ 2010

Η φοινικιά του Βωσσάκου

  Η Φοινικιά του Βωσσάκου ήταν ψηλή και λυγερή, κόρη πανέμορφη, στολίδι ξεχωριστό στην όμορφη αυτή περιοχή της ιστορικής Μονής.
  Ξεχώριζε αμέσως η καλλονή τούτη στο μάτι του προσκυνητή. Πράγμα περίεργο, βέβαια, ήταν οτι όσο ψήλωνε και όσο γερνούσε, τόσο ομορφότερη γινόταν. Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν έμαθα πόσο χρονών ήταν, μα είναι σχεδόν βέβαιο, οτι κάτι αιώνες θα κουβαλούσε στην πλάτη της. Έτσι όλα γύρω της τα στοιχειά της φύσης αυτή ρωτούσαν, αυτή συμβουλευόταν για κάθε πρόβλημα. Και αυτή με την πραότητα και τη σοφία που της είχαν χαρίσει οι αιώνες, προσπαθούσε να είναι δίκαιη και να δίνει λύσεις σωστές. Έτσι όλα κυλούσαν ήμερα στην περιοχή του Βωσσάκου.
  Η φοινικιά γνώριζε πολύ καλά, οτι όλα αυτά τα χρόνια είχε και τα καθήκοντα του φύλακα της μεγάλης της αδελφής, της Μονής του Βωσσάκου, που δίπλα της είχε στεριώσει. Είχε πολλά παθωμένα η Μονή του Βωσσάκου, όμως παρόλα όσα της είχαν ξώσει στεκόταν ακόμα.
  Ήταν αδιανόητο για όποιον ερχόταν εδω για πρώτη φορά να μη θαυμάσει τις δυο αδελφάδες, πόσο αρμονικά συζούσαν σ' αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Η ειρήνη και η γαλήνη ήσαν τα πρώτα κεράσματα που απλόχερα προσφέρανε σε όποια ψυχή είχε την τύχη να πετάξει εως εδώ. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι προσκυνητές, περιηγητές δεν πέρασαν απο δω. Ορισμένοι μάλιστα τόσο εντυπωσιάστηκαν απο τη φιλοξενία της φοινικιάς και της μονής που έγραψαν γι' αυτό στα χαρτιά τους. Είχε βλέπεις και η Ιστορία να πει ένα καλό λόγο.
  Δεν πάνε πολλά χρόνια που καθισμένος στα πόδια της φοινικιάς θαύμαζα την άλλη αδελφή, την Μονή, και προσπαθούσα μέσα απο τη σιωπή του τοπίου να αποκρυπτογραφήσω τα μυστικά της. Μάταια όμως. Ήξερε να κρατεί καλά φυλαμένα τα μυστικά της. Μονάχα τα ' ρειπωμένα κελιά, οι επιγραφές πέρα πόδε, πάνω σε παλαιινά ντουβάρια και η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού 'μολογούσαν κάπως το ιστορικό της


  Μα να πούρθε πάλι ο καιρός η Μονή η παντέρμη να βρει πάλι συντροφιά, να ξαναζωντανέψει ο ασκητικός τούτος τόπος, ο αγιασμένος. Να πούρθε πάλι ο καιρός να ακουστεί πάλι το "ευλογητός", μπροστά στην ωραία πύλη, να ηχήσουν τα σήμαντρα και οι καμπάνες χαρμόσυνα. Έβγαλε απόφαση ο Δεσπότης του Ρεθύμνου, ένας μοναχός να' ρθει να διακονεύει τη Μονή. Έφεραν και μαστόρους να φτιάξουν και να συμμαζέψουν ορισμένα κτίρια, μια μικρή κουζίνα, κανα δυό κελιά, τ'αρχονταρίκι, την αυλή. Φύτεψαν και λουλούδια, καντιφέδες, δυόσμο και βασιλικό, έτσι που να μπορεί κανείς να ξωμείνει, να κοιμηθεί και να ξυπνήσει στην αγκαλιά της Μονής, να νοιώσει τη ζέστα της, να της ξομολογηθεί, να ξαλαφρώσει μπροστά στον Χριστό και την Παναγία, μπροστά στον βασιλικό και τον δυόσμο, μπροστά στις πέτρες και τα μεσοδόκια, τα πεσμένα κατάχαμα, ν'αποθέσει τα βάσανα της ζωής.
  Χάρηκε η φοινικιά μ' όλα αυτά που έβλεπε. Τόσα και τόσα χρόνια γι'αυτό παρακαλούσε να βρει η ταλαίπωρη αδελφή της μια συντροφιά. Και να τώρα που άκουσε τα παρακάλια της ο Θεός-έχει ο Θεός, είδες, μονολόγησε- καιρός ήταν, αρκετά τράβηξες καλή μου, αρκετά πια. Να τώρα θα αρραβωνιαστής, θα κάμεις οικογένεια και η αγάπη του Χριστού θα πλημμυρίσει ξανά τσ' αυλές σου. Αχ, καλή μου, πόσο σε χαίρομαι!
 Ναναι βλογημένο, απάντησε σκεπτική η Μονή, νάναι βλογημένο. Εγώ είμαι μεγαλύτερη αδελφή μου. Σε θυμάμαι απο μικρή να μπερδεύεσαι στα πόδια μου, όμως σ'αγαπώ, γιατί μου στάθηκες, ποτέ σου δεν λιγοψύχησες στις δύσκολες μας στιγμές, γι'αυτό σ'αγαπώ να το ξέρεις!
  Η φοινικιά λύγισε στοργικά πάνω απ' την αδελφή της, ήταν τόσο κουρασμένη, μα ένιωθε ευτυχισμένη. Πράγματι ποτέ της δεν φοβήθηκε μήτε τους Βενετούς, μήτε τους Τούρκους που σφάξαν σαν τ'αρνιά τους Μοναχούς της Μονής. Θυμάται ακόμα πως την ξανοίγαν, καθώς τους έσερναν δεμένους στον τόπο της εκτέλεσης. Ηξερε οτι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους σώσει, αποτύπωσε όμως στη μνήμη της γερά ένα προς ένα τα ονόματα τους και κάθε που'ρχόταν ο φίλος της ο ζέφυρος τα'στελνε  για μνημόσυνο στον ουρανό.
  Ο Ζέφυρος και ο Λεβάντες ήταν οι πιο καλοί της φίλοι. Χρόνια τώρα κι οι δυό ερωτοτροπούσαν μαζί της, μ'αυτή άλλαζε την κουβέντα και το γύριζε στη φιλοσοφία. Θυμάται πως κάποτε τους είχε ρωτήξει να της πουν, ποιός και πότε θα την έπαιρνε στην αιωνιότητα.
 -Δεν θάμαστε εμείς, απάντησαν κι δυό μ'ένα στόμα.
 -Τότε ποιός, ρώτηξε μ' αγωνία η Φοινικια
 -Ο Αηστράτηγος μας, θα τον γνωρίσεις απ'τη ρομφαία του. Είναι ο πιο δυνατός αυτός, είναι ορισμένος να δίνει τέλος σ'όλα τα ζωντανά τσι γης, ανταπάντησαν τ'αερικά. Απο τότε η Φοινικά έγινε πιο σκεπτική και πιο μετρημένη στα λόγια της. Δεν ξέρω, μα όταν την ξάνοιγες, θαρρούσες πως προσευχόταν. Η μέρα που η Μονή θ'αρραβωνιαζόταν σίμωνε και έπρεπε νά'ναι έτοιμη.


  Πρωί πρωί τσι μεγάλης μέρας σήμαναν οι καμπάνες για τον Όρθρο, μετά απο λίγο έφτασε και ο Δεσπότης απ'την πόλη, η αυλή γιόμισε προσκυνητές, οι ψαλμωδίες και το θυμίαμα απλώθηκαν ως τσι γύρω πλαγιές, μοσκοβόλησε ο τόπος.
 -Σα θάμα μου φαίνεται, μονολόγησε ξανά η Φοινικά , και κοίταξε γύρω γύρω να δει, χαίροταν όλοι; Μπας κι ήταν κάποιος μανισμένος, να τον βάλει στη θέση του.
  Οι γριές χαρουπιές, οι μυρτιές, τα κυπαρίσσα, οι πρίνοι, όλοι φορούσαν τα καλά τους, ακόμα κι οι πέτρες και το χώμα! Το'χαν συμφωνησει μυστικά απ' την προηγούμενη μη και στεναχωρήσουν τσ' αδελφάδες, όμως αυτοί που πραγματικά έλαμπαν ήταν οι ορθοστάτες όγκοι των ορέων. Γίγαντες πραγματικοί, ακούραστα έκρυβαν αιώνες τώρα απ'τα αδιάκριτα βλέμματα τσι μονιασμένες αδελφάδες του Βωσσάκου, και νάτους τώρα που τσιμογελούσαν οι ανοιχτομάτηδες κάτω απ' τσ' αχτίδες του Ήλιου του βιγλάτορα. Έλειπε αυτός απο γιορτή; Αλοίμονο. Τρύπωνε αδιάκριτα τσ'αχτίδες του στο Ιερό και στο ψαλτήρι να θωρούνε καλά οι παπάδες και ψαλτάδες. Αυτός θα φώτιζε όλη τη στέψη κι ας λέγαν οτι θέλουν οι υπόλοιποι.
  Δάκρυσε η φοινικά, τινάχτηκε γρήγορα γρήγορα ολόρθη, χτένισε τα μακριά της φύλλα, έπρεπε νά'ναι όσο πιο όμορφη γινόταν. Η αδελφή της αρραβωνιαζόταν.
  Ο καιρός πέρασε και η Μονή, αρραβωνιασμένη πιά, νοικοκυρεύτηκε, έγινε πιο όμορφη. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, η φοινικιά είχε γίνει ακόμα πιο σιωπηλή. Ένιωθε πως πλησίαζε ο καιρός της.Τό ένιωθε , ο Θεός το το ξέρει, πως ο σκοπός που ο Κύριος την είχε φυτέψει εδώ να συντροφεύει την αδελφή της είχε τελέψει, η μονή του Βωσσάκου ήταν πια σε χέρια σίγουρα. Έπρεπε και αυτή να ξεκουραστεί
  Τα Χριστούγεννα ήρθαν και μαζί με τον νεογέννητο Χριστό ξεπρόβαλαν και τα στοιχειά της φύσης να διαλαλήσουν το χαρμόσυνο γεγονός. Που να σταθεί άνθρωπος, έτσι όπως έκαναν τα ξεκουζουλαμένα! Πανηγύρι τρελό είχαν στήσει βροχή και αέρηδες, λες και χόρευαν. Ξάφνου ένας φοβερός κρότος μας ανέλωσε. Νομίσαμε οτι ήταν σεισμός, τρέξαμε όξω να δούμε ήντα συμβαίνει. Κοιτώντας προς τη μεριά που ξεπρόβελνε η φοινικιά μας έπιασε ταραχή. Δεν την θωρούσαμε πιά.
 Είχε περάσει ο Αηστράτηγος με τη ρομφαία του. Η φοινικά του Βωσσάκου κοιτόταν νεκρή, πεσμένη στην αγκαλιά τσ' αδελφής της, μέσα στον ανελέητο χορό των αερικών. Θαρώ πως ακούσαμε ένα μοιρολόι, το παράπονο τσ' αδελφής της. Έτσι τουλάχιστον μου επιβεβαίωσαν και οι υπόλοιποι γύρω μου, οτι το άκουσαν.
  Γυρίσαμε όλοι θλιμμένοι στο αναμμένο τζάκι της κουζίνας να πυρωθούμε. Όξω το κρύο ήταν τσουχτερό, όμως καθώς έφευγα με την ψυχή γιομάτη λύπη, μια κίνηση τράβηξε την προσοχή μου. Δύο-τρία φύλλα μιας μικρούλας φοινικιάς χάιδευαν απαλά, μα γιομάτα ζωή, το πεσμένο κορμί της μάνας της, της φοινικιάς του Βωσσάκου....
Χαρ.Σαλούστρος

18 Απρ 2010

παραλήρημα


Γλιστρήσαμε από τη ντουλάπα του χρόνου
και σταθήκαμε δέκα αιώνες πίσω.
Ο Κάρολος πριν γίνει μέγας
ενώνει τις πολεμικές ορδές της εσπερίας,
κάτω από μια παντιέρα
και μια πίστη:
«Η εξουσία πηγάζει απ’ το θεό»
Ο πρώτος τα παίρνει όλα
Οι υπόλοιποι τίποτα.

Και όλα αυτά
Στο όνομα εκείνου
που δεν είχε ευλογήσει ποτέ πολέμους,
εκτός αυτόν της βασιλείας των ουρανών.

Φανταστείτε πως θα ήταν ο κόσμος
αν αυτές οι στρατιές των αδίστακτων πολεμιστών
ήταν χωρίς την πίστη στο γιο του Ανθρώπου.
-Τρομάζω μόνο που το σκέφτομαι-



Η αδικία γέννησε την απελπισία
και αυτή γέννησε τη βία.
Κρύφτηκε πίσω από τη διεθνή υποκρισία,
συνάντησε την ανέχεια και
αφού ντύθηκε με τα ρούχα της ρητορείας
ευαγγελίζεται τη γνώση
και την πληροφορία.

Τα κόκαλα των παππούδων μας
έτριξαν μα απόκριση δεν πήραν.


Που θα στηθεί ο τύμβος των πεσόντων
τώρα που όλοι οι δυνατοί του κόσμου
προσκυνούν τον εκλεκτό τους;
Η γη ένα καζάνι που βράζει και
ο αέρας ακατάλληλος για μικρά παιδιά.
Ετοιμαστείτε για την υποδοχή
ενός καινούργιου είδους.

Όταν θα σκοτώνουν για τη πίστη τους
είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε
για τα πιστεύω μας;

10 Απρ 2010

ΧΡΟΝΟΣ ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ














Έτη φωτός, έτη φυγής
Διαρκώς λιποτακτούμε
μα ίδιος ο άξονας περιστροφής.

Ανακαινίζουμε τις νευρώσεις
φορώντας καινούργια ρούχα
μα πάντα το ίδιο δέρμα
ακροβάτες μεταξαταστέοι
στον αδιόρατο ιστό που
έστησε με μαστοριά περισσή
του χρόνου η ταραντούλα.

















Χίμαιρες κυνηγούμε
χείμαρος ο χρόνος
θεριό που καταπίνει τ' ανθρώπινα
πάνω που πασχίζουμε να οπλίσουμε
με βότσαλα μνήμης τη σφεντόνα της στιγμής
ιππότες ενήλικοι ανώριμοι
πετροβολώντας αλαζονικά τον αέρα.

Στέργιος Πολύζος
"Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΛΙΜΝΗ"
εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

5 Απρ 2010

μαθήματα οδήγησης προς Αθηναίους


βλέπετε να μαθαίνετε!
σαν τα ψάρια στη θάλασσα!