28 Απρ 2012

Εικόνα φτιαγμένη από χώμα και αίμα....


Εικόνα φτιαγμένη από χώμα και αίμα....
Την ώρα που δεκάδες πιστοί  θα διανύσουν είτε με τα πόδια είτε με οχήματα και λεωφορεία 37 χλμ για να φθάσουν και φέτος στο Ιερό Ναό του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο με σκοπό να παραστούν στην ιερά πανήγυρη που τελείται κάθε χρόνο ανήμερα της Κυριακής των Μυροφόρων, έρχεται ξανά η ανάγκη να αναζητήσει κανείς τις επιταγές θρύλων και παραδόσεων όσον αφορά την προέλευση της θαυματουργής και παγκοσμίως ξακουστής  εικόνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Φτιαγμένη από χώμα και αίμα μοναχών η εικόνα αποτυπώνει στο σύνολο όλο το θαύμα που διέπει τη δημιουργία της από την α ή έως το τέλος. Οι ρίζες της χάνονται πολλούς αιώνες πριν και συγκεκριμένα τοποθετούνται γύρω στον 10ο με 11ο αιώνα εποχή όπου οι νησιωτικές περιοχές μαστίζονταν έντονα από τις συνεχείς επιδρομές και λεηλασίες των πειρατών. Η Λέσβος ήταν συχνός προορισμός των μακελάρηδων όντας τόπος πλούσιος με όλα τα καλά σε πλήρη αφθονία. 
Αναζητώντας το θρύλο πάμε στα άδυτα της αδίστακτης ομάδας της οποίας ηγείτο ο ξακουστός για την αγριότητα και την ανίκητη φύση του αρχιπειρατής Σιρχάν  ο οποίος είχε βάλει ως στόχο ζωής την κατάληψη και λεηλασία του μοναστηριού που βρισκόταν λίγο χιλιόμετρα πιο πέρα από την οχυρωμένη πολιτεία με το όνομα Στένακας. Η ίδρυση του μοναστηριού τοποθετείται πολύ παλιότερα ωστόσο οι καλόγεροι που τότε το υπηρετούσαν διατηρούσαν με απόλυτο σεβασμό κάθε ίχνος της ιερής παράδοσης που ο ίδιος ο χώρος εξυπηρετούσε όντας καταφύγιο και για διάφορα πολύτιμα αντικείμενα. Το τελευταίο στοιχείο ήταν αυτό που είχε εξάψει το ενδιαφέρον των πειρατών και μια μέρα έβαλαν πλώρη για την καταπάτηση του. 
Τα πλοία τους έφθασαν τα μεσάνυχτα στις ακτές της περιοχής και οι ίδιοι με συνοπτικές και προσεκτικές διαδικασίες έφθασαν αθόρυβα στην τοποθεσία του μοναστηριού. Οι μοναχοί είχαν ήδη ανταποκριθεί στα συνεχόμενα χτυπήματα του ξύλινου σημάντρου με σκοπό να παραστούν στην ακολουθία του όρθρου. Την ώρα που ο αέρας γέμισε με τις γλυκές μελωδικές ψαλμωδίες του οι πειρατές όρμησαν αλαλάζοντας μετατρέποντας την ειρηνική ιερή στιγμή σε ιαχή πολέμου. Οι καλόγεροι σφαγιάστηκαν με άγριο και απάνθρωπο τρόπο ενώ κανείς δεν γλίτωσε από το μένος και την θηριωδία των πειρατών…Μα να κάποιος κατάφερε να ξεφύγει από το λουτρό αίματος και δεν ήταν άλλος από το νεαρότερο σε ηλικία δόκιμο καλόγερο της Μονής, τον αμούστακο ακόμα Γαβριήλ. Το καλογεροπαίδι όντας ευκίνητο κατάφερε να διαφύγει από ένα σημείο φθάνοντας στη στέγη ωστόσο έγινε αντιληπτός από τους πειρατές οι οποίοι έτρεξαν μανιασμένοι πίσω του επιδιώκοντας να έχει και αυτός την τύχη των συντρόφων του. Και τότε ω του θαύματος: η στέγη μετατράπηκε σε φουρτουνιασμένη θάλασσα και ανάμεσα στους αφρούς και τα μανιασμένα κύματα ξεχώρισε ευθύς αμέσως η ηγετική και πελώρια μορφή ενός στρατιώτη ο οποίος γεμάτος αγριότητα μέσα από φωτιά πρόταξε το σπαθί του εναντίον των πειρατών οι οποίοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Ο νεαρός Γαβριήλ ένιωθε δέος και ιερό φόβο να κυριεύουν το μυαλό και το κορμί του ενώ ο πόνος για την απώλεια των συντρόφων του φάνταζε απαρηγόρητος. Το μόνο φωτεινό σημείο ήταν το θαύμα που μόλις είχε προηγηθεί και που του προξένησε ανεξήγητα μία έντονη επιθυμία να αποτυπώσει με κάποιο τρόπο την μορφή του στρατιώτη που ουσιαστικά του έσωσε τη ζωή. Τότε πέφτοντας στα γόνατα ζήτησε μέσω θερμής παράκλησης από τον Ταξιάρχη να του δώσει φώτιση για να μπορέσει να φιλοτεχνήσει τη μορφή του. Και όντως έτσι έγινε.
Σαν κυριευμένος από μία αόρατη και ανώτερη δύναμη να κινεί τα χέρια του πήρε χώμα ενώ με ένα σφουγγάρι μάζεψε το αίμα από τους σφαγιασθέντες αδελφούς του. Ανακατεύοντας τα οραματιζόταν την μορφή του ατρόμητου στρατιώτη. Λέγεται ότι ο πηλός δεν έφθασε για να φτιάξει όλο το υπόλοιπο σώμα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η εικόνα του προσώπου και να δοθεί έμφαση σε αυτήν.
Έκτοτε ο ιερός ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μανταμάδου αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων πιστών οι οποίοι κάθε χρόνο συρρέουν όχι μόνο στη χάρη του δηλαδή στις 8 Νοεμβρίου καθώς και κατά τη διάρκεια του πανηγυριού ανήμερα της Κυριακής των Μυρoφόρων 2 εβδομάδες ακριβώς μετά την Κυριακή του Πάσχα. Σκοπός η προσκύνηση της ιερής εικόνας με την μαυριδερή όψη που για τους ντόπιους μιλά στην καρδιά και την ψυχή τους. Άλλες φορές αφήνει την αίσθηση ότι το πρόσωπο σκοτεινιάζει δείγμα ότι ο Ταξιάρχης είναι δυσαρεστημένος με όσα συμβαίνουν στην μικρή κοινωνία ενώ άλλοτε απορρέει μία γλυκύτητα και αγαλλίαση. Οι διηγήσεις πιστών σχετικά με θαύματα του Αγίου είναι εκατοντάδες και έχουν καταγραφεί σε δεκάδες βιβλία  ενώ ως ένδειξη ευγνωμοσύνης πολλοί είναι αυτοί που αφήνουν αφιερώματα γύρω από την εικόνα του. 
Μιλώντας για θαύματα είναι πασίγνωστη πλέον και η ιστορία απόρροια της διήγησης του νεωκόρου του ναού όπου εν έτη 1963 ανήμερα της επίθεσης των Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο με το που πήγε να ανάψει τα καντήλια είδε έκπληκτος την μεγάλη εξωτερική εικόνα που συναντά κανείς στο προαύλιο του ναού να λείπει. Η απώλεια διήρκεσε μία εβδομάδα ενώ το μυστήριο έλυσε λίγο καιρό μετά ένας νεαρός ο οποίος κουβαλώντας ένα κριάρι έφθασε να προσκυνήσει την εικόνα του Αγίου που με βάση τη μαρτυρία του  έσωσε τη ζωή καθώς τον επικαλέστηκε όντας στο μέτωπο.
Φυσικά οι μαρτυρίες είναι αναρίθμητες ενώ ο Ταξιάρχης αποτελεί για του Λέσβιους σύμβολο πίστεως και ισχυρής προστασίας εν μέσω χαλεπών καιρών και προσωπικών δυσκολιών.

21 Απρ 2012

Το ride είναι over !!


Την δεκαετία του `70 τη θυμάμαι σαν χθες. Κυκλοφορούσαν παντού τα Fiat 127, τα  Zastava, και οι μηχανές  Floretta. Οι σπορτίφ τύποι είχαν Autobianchi Abarth (με 70 άλογα παρακαλώ), και οι σώφρονες Austin Morris  Allegro! Το σάντουιτς με γύρο κόστιζε 3 δραχμές, με  σουτζουκάκι 2, και το λεωφορείο μία δραχμή (με πάσο 50  λεπτά). Αν έδινες εικοσάρικο, ο εισπράκτορας ή ο  σουβλατζής σε μάλωνε, διότι δεν είχε. να στο χαλάσει.
Τόσο καλά….

Και μετά ήρθε η δεκαετία του 80. Και το ΠΑΣΟΚ. Και γέλασε το  χείλι του κάθε πικραμένου. Το δημόσιο άνοιξε τις πόρτες του στον κάθε αναξιοπαθούντα που δήλωνε σοσιαλιστής, η  Ελλάδα απέκτησε «ανεξάρτητη» διεθνή φωνή, μια νέα τάξη αναδύθηκε απ` το πουθενά, και οι ρεμούλες έγιναν κανόνας. Η χαρά του αφισοκολλητή. Το βασίλειο της συνδικαλιστικής αυθαιρεσίας.  Όπως και της φτηνής ρητορικής. «Έξω οι βάσεις του θανάτου», «Ζήτω η Λιβύη», μελετήστε το «πράσινο βιβλίο» του Καντάφι, και άλλα πολλά παρόμοια. Ώσπου  ήρθε το τέλος. Τα αναπόφευκτα σκάνδαλα οδήγησαν σε ειδικά δικαστήρια, ψευδεπίγραφους κήνσορες, και στο «Τσοβόλα δώστα όλα», και από κει πάνε κι άλλοι.
Και σκάει μύτη ο Μητσοτάκης με τον  Μαυρίκη …
Την δεκαετία του 90 που ακολούθησε, τα κεφάλια μπήκαν κάπως μέσα, αλλά τότε ήταν που ανδρώθηκαν τα πραγματικά λαμόγια. Τα σκυλάδικα γνώρισαν πιένες. Η Λιάνη ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου. Πίσω της υπήρχε μια ολόκληρη συνομοταξία πεινασμένων και συνάμα αγριεμένων ασύδοτων. Με το χαμόγελο της Κολυνός. «Σοσιαλιστικά» βαμπίρ. Μαζεύοντας όμως γύρω τους και τη πλέμπα. Και έτσι είδαμε το μοναδικό φαινόμενο, η κάθε γειτονιά να έχει και από μια ΕΛΔΕ, όπως κάποτε είχε από μια ντισκοτέκ. Χαμός στο ίσιωμα. Κόσμος και κοσμάκης καταχρεώθηκε για να μπορεί να γίνει «παίκτης». Χα και πάλι χα. Κάποιοι όμως ανησυχούσαν από τότε. Είχαν υπόψη τους τη λευκή βίβλο της ΕΟΚ, που ελάχιστη της δόθηκε  δημοσιότητα.

Την δεκαετία του 2000, που ήλθε το ευρώ. Στην αρχή χαρήκαμε, καθότι αισθανθήκαμε Ευρωπαίοι. Το χρόνιο όνειρο της ψωροκώσταινας. Μέχρι που συνειδητοποιήσαμε πως το ευρώ, που είχε κλειδώσει στις 340 δραχμές, ισοδυναμούσε με το παλιό κατοστάρικο. Κάποτε αγοράζαμε το φραπέ 140 δραχμές και σκοτωνόμασταν  με τον σερβιτόρο για τα ρέστα από τις 150. Τώρα έφτασε το φραπέ στα 5 ευρώ και αισθανόμαστε γύφτοι αν δεν αφήσουμε 1 Ε πουρμπουάρ (340 δραχμές παρακαλώ).
Παρόλα αυτά, λίγο τα ευρωπαϊκά πακέτα, λίγο η Ολυμπιάδα, λίγο η τραπεζική απελευθέρωση  της δανειοδότησης, λίγο η στρεβλή ανάπτυξη, λίγο η καρακατσουλίστικη τιβί μας, και γίναμε όλοι μπρούκληδες. Πήξαμε να βλέπουμε BMW και Μερτσέντες αγορασμένες  με 136 άτοκες(!) δόσεις.
Γεμίσαμε από χάϊδες τυπάδες και αισθησιακές μοντέλες  (όλες ξανθιές) γκλαμουράτες. Εκεί που κάποτε βλέπαμε μόνο μουσάτους αγωνιστές, και αξύριστες κνίτισες, γεμίσαμε από τεκνά και σεξοβόμβες.  50 τηλεοπτικά κανάλια η Νέα Υόρκη; 150 εμείς. Home Cinemas, Pentium, Playstation, lap tops, flat screen 42 inch HD TV’s,  και πάει λέγοντας. Όχι παίζουμε. Και νάσου Ολυμπιάδα σούπερ φαντεζί, και νάσου ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, και πίσω και σας φάγαμε κουφάλες λιγούρηδες Ευρωπαίοι. Ελλάδα ρε..
Ναι, αλλά ήρθε πλέον και η ώρα του λογαριασμού. Με ….. αυγά δεν βάφονται. Η αιώνια σοφία του απλού λαού επαληθεύτηκε για μια ακόμη φορά. Όλα ήταν σικέ. Τεράστιο το έλλειμμα, τεράστιο το δημόσιο χρέος, και πάπαλα οι ντεμέκ σωτήρες πολιτικοί μας. Ανθρωπάκια και αυτοί, που ψάχνουν να κάνουν τη καλή τους με καμιά γρηγοράδα. Και μετά μην τους είδατε, μην τους απαντήσατε. Πάντα φταίνε οι προηγούμενοι. Και νάμαστε ξανά μανά, εσείς και εγώ, οι μέσοι Έλληνες δηλαδή, ενώπιοι ενωπίω του ΔΝΤ και του κάθε Τρισέ. Της σκληρής πραγματικότητας.
Και ξαφνικά έντρομοι συνειδητοποιούμε, πως τελικά οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δεν μας πολυπάνε. Ήταν όλα μια αυταπάτη.

Τους αρέσουν τα τζατζίκια και οι παραλίες μας,  αλλά πέραν τούτων .. τίποτα. Μας απεχθάνονται και μας θεωρούν τσαμπατζήδες και απατεώνες. Και ο κύκλος  κλείνει.

Μας βλέπω ξανά με λαχανί  Zastava και πειραγμένα Lada (με 6 προβολείς ομίχλης) να κάνουμε κόντρες στις παραλιακές. Αν φυσικά υπάρχουν χρήματα για βενζίνη. Αλλιώς υπάρχουν και τα παπάκια (με φωσφοριζέ ζάντες) για τα τρελά  γούστα.
Το ride είναι over, που λένε και οι Αμερικάνοι σύμμαχοί μας. Το ελληνικό λούνα παρκ τελείωσε. Εκτροχιάστηκε, όπως  στις ταινίες με το δαιμονισμένο  τραινάκι του τρόμου. Ήταν όμως εντυπωσιακό όσο κράτησε. Και όσοι το πρόλαβαν το απόλαυσαν. Οι υπόλοιποι ας πρόσεχαν.
Γεννήθηκαν αργά.
ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ  ΣΑΣ  ΕΛΛΗΝΕΣ!!!
http://olympia.gr/

19 Απρ 2012

Η γενιά του 50, 60 και 70 !


Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 40 50 60 και 70 πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει.
Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαρειές παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατουσες μας.
Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκύτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις σκούρες τις φτιαγμένες από βακελίτη.

Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα η με...
κάρβουνο, η με θερμάστρες πετρελαίου. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.
Τηλέφωνο είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη με εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες, ή στο περίπτερο της γειτονιάς, που είχε κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας ο Μικρός Ηρωας κι ο Μικρός Σερίφης, κι ακόμα το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντομινό, η Βεντέττα, το...
Πρώτο, το Εμπρός. Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου του ταλήρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, ακόμα θυμάμαι το Γλυφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς στα πρόχειρα λούνα παρκ, το φρεσκοψημένο ποπ κορν , τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες στο χρυσό χαρτί, τις κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον ,το πεστίλι πέτσα βερίκοκο , το αυθεντικό παστέλι, και το κάτασπρο μαντολάτο. Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το καλαμπόκι και τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω καστανάδες, λίγους πια και καλαμποκάδες σε κάνα πανηγύρι.

Χάθηκαν τα αυθεντικά σουβλάκια με τα ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα και το κοκινοπίπερο.
Τα αστικά λεωφορεία Σκανια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ, είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλέ δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα. Καμμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ηταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρί καπέλο με το γείσο, ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι. Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας;
Τα κίτρινα τρόλευ με τους οδηγούς και τους εισπράκτορες με τις καφέ στολές, κι εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλλα που έκοβε τα εισιτήρια.

Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες. Κι οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα» τους έκοβαν το μεροκάματο.
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia ταPeugeot 403, τα Renault 10…….. ¨η το Simca 1000, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα.
Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.

Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο , αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο. Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο. Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ.
Οι παπλωματάδες, οι καρεκλάδες οι γανωτζήδες οι ακονιστές κι οι τσαγκάρηδες είχαν πολλή δουλειά. Στην κεντρική λεωφόρο ένα πλήθος από λούστρους με καλογυαλισμένα κασελάκια που λαμποκοπούσαν περιίμεναν πελάτη. Και σε κάποια γωνιά σε μια καμαρούλα 2Χ2 ήταν το βασίλειο του τσαγκάρη με εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι και το κόλλαγε και το κάρφωνε με εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας
Στη γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με μαύρα λαχιστένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλλια σοκολάτα φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες Μπούσιου αν θυμάμαι τυλιγμένους σε ημιδιαφανές χαρτί.

Στο κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ τις κάσκες σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμένα πλίξ τυλιγμένα σε ρόλλει κι όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκκάλινα καπάκια. Η μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια και έβαφε τα νύχια με κατακόκκινο μανό που μύριζε ασετόν από δέκα μέτρα μακριά.
Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες ούτε φραπέ ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε κάν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά,με ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιόταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.
Σαββατόβραδο στα μικράτα μας σινεμαδάκι την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα παιδάκια και μια γουλιά μπύρα που μας έδινε κρυφά η μάνα μας γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει».
Και αργότερα πιο μεγάλοι πια σινεμά και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών ,το Loubier, το Blue Bell, του Φλόκα, το Βυζάντιο, του Βρυλώνια με τις φοβερές μακαρονάδες. Τη Σόνια…

Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωϊ τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστο υποβρύχιο μεσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι. Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι. Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ την τηλεόραση Διακογιάννης Φουντουκίδης Κατσαρός.
Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το σπρωχνε στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπανιο με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι. Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά. Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.
Και φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά!
Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα.
Ψωμί, τυρί φέτα και καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση.
Πίναμε νερό απ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο κουλουρά έξω απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι ( Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο απ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς. Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά. Ροστ μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές αλλά ποτέ δεν είμασταν υπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας.
Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου……… και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας.
Οταν κάναμε ποδήλατο (eska ή velamos) δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέττο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι
Περνάγαμε ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων. Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας Κι αν τα αποκτούσαμε τα πατάγαμε με εκείνα τα μεγάλα τάλληρα για να μη φουσκώσουν.
Είχαμε φίλους. Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέττες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος !
Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές, ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια ή απ αυτά που αγοράζαμε απ τα περίπτερα ή με τα χαρτόνια απ τα πακέτα τα τσιγάρα.
Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ τις μεγάλες κατσαρόλες .
Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες απ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ το στομάχι μας.
Κι όταν η γιαγιά πότιζε τον κήπο τι πλάκα να της πατάς το λάστιχο του ποτίσματος και να της κόβεις το νερό κι εκείνη να φωνάζει.
Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε το φλίτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε.
Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι.
Φεύγαμε απ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ το μπαλκόνι να τσακιστούμε να ανεβούμε για διάβασμα. Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet άντε κανένα ραδιόρφωνο με λυχνίες. Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη Bereck για να ακούμε Εθνικό, ή Ενόπλων.
Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα. Τρείς μέρες πρωι, τρείς μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τα αυτιά, η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς.
Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς. Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα. Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας η θρούμπος ο φισφιρίκος. Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός κι άνοιγε τον κατάλογο. -Για να σηκωθεί σήμερα ο ………. Και μέχρι να πεί τον μελλοθάνατο, κόμπος το στομάχι.
Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τάγραφαν με στυλό BIC ή SCHNEIDER πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλέ ποδιές τους. Μπλέ κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλέ κορδέλλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και ταΆ αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.
Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές στον Κάλαμο, τον Αη Γιάννη το Ρώσσο, το Ναύπλιο, τον Οσιο Λουκά, τους Δελφούς για να δούμε τον Ηνίοχο τον σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά όπου κι αν στεκόσουνα ,με κάτι απίστευτα πούλμαν.
Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των τριών ωρών και βάλε στα άδεια οικόπεδα που τώρα έχουν γίνει μεζονέτες και στούντιο.
Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια. Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ τα γένια και τη χοντρή φωνή.
Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια; Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι. Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα ,το χνούδι πάνω απ το χείλος μας.
Θυμάστε τα πάρτυ γενεθλίων με 15 αγόρια και δύο κορίτσια, (Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέϊκ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς.
Τις άπειρες φορές που χορεύαμε το ίδιο μπλούζ σε συνενόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.
Πηγαίναμε στο γήπεδο τρείς ώρες πριν το μάτς και γυρίζαμε παπί απ τη βροχή και παγωμένοι μέχρι το μεδούλι τυλιγμένοι με μουσκεμένες σημαίες και χωμένοι σε πλαστικές σακούλες Κι με τις κάλτσες να τρέχουν
Υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους. Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν την άνοιξη. Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές των σπιτιών και πηγάδια και χώμα που μύριζε μετά το πότισμα . Θυμάστε τους πανσέδες; Τα σκυλάκια; Τα χρυσάνθεμα;
Τις πλεχτές ζακέτες που βάζαμε κάπου μετά το Πάσχα. Τα πρώτα μακριά παντελόνια.
Τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε ή στα σκαλιά παρέες παρέες, ή παίζοντας κρυφτό και κρυφτοντένεκο, ή στα καλοκαιρινά σινεμά με τα χαλίκια, τις καρέκλες με το πλαστικό σκοινί, τις μπουκαμβίλιες στη μάντρα , τον πασατέμπο και την πορτοκαλάδα ΠΑΡΘΕΝΩΝ. Αξέχαστα χρόνια.
Οι γενιές αυτές έβγαλαν μερικούς απ τους καλύτερους επιστήμονες, γιατρούς, μηχανικούς, ανθρώπους εργατικούς και τίμιους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έγινε έκρηξη σε καινοτομίες και νέες ιδέες. Είχαμε επιτυχίες, αποτυχίες και υπευθυνότητα και μάθαμε να τα αντιμετωπίζουμε όλα. Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες, μας. Ζήσαμε. Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος.\

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Το άρθρο αναρτήθηκε στο παρακάτω site και η παρούσα είναι αναδημοσίευση. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα του θερμά, για την δυνατότητα αναδημοσίευσης που μας έδωσε, ώστε να το διαβάσουν ακόμη περισσότεροι νοσταλγοί άλλων εποχών. Οι εικόνες με τις οποίες εμπλουτίστηκε, προέρχονται από το αρχείο του Comics Trades και αντλήθηκαν έπειτα από ονομαστική αναζήτηση των θεμάτων, στην google. 

17 Απρ 2012

Το αίσθημα ανώτερον της θεωρίας !


Πάσχα στη Σύρο στον Αγιο Παντελεήμονα, Πάσχα στου Στρέφη, Πάσχα στην Εγκωμη και στις Πλάτρες, στον Μαραθώνα της Αγάπης, Πάσχα στη Μύκονο. Στα νησιά και τα όρη. Οπου και να ’ταν, ήταν Πάσχα Αρχιπελάγους. Γιατί όλα απέρρεαν σε ανθισμένες λοφοπλαγιές, σε αλίπληκτους βράχους, σε καλντερίμια και βουλιστά ζωγραφισμένα από μολόχες, τσουκνίδες, χαμομήλια, παπαρούνες, με μυρωδιές από μαστίχα, μαχλέπι κι αμμωνία, με καμπανίσματα δειλινά, με καινούργια παπούτσια, με πυρετώδη φλερτ κάτω από φοίνικες και πιπεριές.

Το Πάσχα η ζωή ανθίζει σαν την ηθογραφία της. Ο βίος αποσπάται ώριμος από την τυρβώδη ροή του, από τις έγνοιες και τα βασανάκια της συγχρονίας, και για λίγα εικοσιτετράωρα αιωρείται εκτός χρόνου, εκτός πόνου – αλλά εντός χώρου, ενός χώρου μυθολογημένου, τραγουδισμένου, μαγικού. Περισσότερο κι απ’ τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, δηλαδή την αρχή, την εκκίνηση, εδώ, σε τούτη τη γωνιά της Μεσογείου, η μαγεία εκδηλώνεται καθολική και παράφορη, γλυκεία και δημοκρατική, το Πάσχα, με την Ανάσταση. Ισως διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο φανερώνεται πιο ολοκληρωμένα ο συμφυρμός των πολλών ποικίλων παραδόσεων, παγανιστικών, μυστικιστικών, θεολογικών, λατρευτικών, αγροτοποιμενικών, ηρωικών. Και δοξάζεται το έαρ.

Οπως και να ανακαλέσουμε το ελληνικό Πάσχα, θα το βρούμε αξεδιάλυτο με την άνοιξη, τη νιότη, την υπέρβαση· εκφρασμένο με τον πιο καθαρό, μυστικό λυρισμό, που ξεκινάει από το παλαιολαϊκό «Γλυκύ μου Εαρ» και περνάει στον ρομαντικό ιδρυτή Σολωμό: «Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε / της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι, / σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε / τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη. / Και από κει κινημένο αργοφυσούσε / τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αγέρι, / που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα: / Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.» (Η ημέρα της Λαμπρής)

Κι ύστερα, Παλαμάς: «Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα / με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του, / πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους, / τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.» (Γιορτές).

Σικελιανός: «Γιατί κι’ ο πόνος / στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος, / κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν / απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν / το νου τους στης Ανάστασης το θάμα, / και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες / τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια, / τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια, / που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!» (Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι)

Βάρναλης: «Οσ’ άστρα ’ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα. / Ολ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.» (Ανάσταση)

Παπατσώνης: «Ας είναι η δόξα του Θεού μεγάλη, / που ξαναφούντωσε για μας τούτη τη ζέστα / στην καρδιά του σπιτιού μας πάλι εφέτος / σε μια νύχτα του τόσο εαρινή» (Το νείκος του Αδη)

Ελύτης: «Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο: / Αύριο, αύριο, λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!» (Ασμα ηρωικό και πένθιμο)

Ρίτσος: «Ακου τα σήμαντρα / των εξοχικών εκκλησιών. / Φτάνουν από πολύ μακριά / από πολύ βαθιά. / Απ’ τα χείλη των παιδιών / απ’ την άγνοια των χελιδονιών / απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής / απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες / των ταπεινών σπιτιών.» (Εαρινή συμφωνία)

Καρούζος: «Εαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.» (Ασμα μικρό)

Ολες οι φωνές, όλες οι παραδόσεις, μυστικές, υψηλές, υλικές, υπεραισθητές, όλες βαθύτατα παρηγορητικές τούτο το αβέβαιο Πάσχα του 2012. Εγκαρδιώνουν και γλυκαίνουν. Το αίσθημα ανώτερον της θεωρίας, μας λέει ο Παπαδιαμάντης:

«Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθεί διά την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ’ ην απηγορεύοντο εις τους χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργώσιν εις εξωκκλήσια. Αλλά το αίσθημα είναι ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη έχων πόρους να κτίσει μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτισε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, “μνημονεύων των επί γης διατριβών”, καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά.» (Στην Αγι-Αναστασιά)

Καλή Ανάσταση!
http://vlemma.wordpress.com/

13 Απρ 2012

H πρώτη κατάληψη των χρηματιστηρίων τοκογλύφων…

Υδριάδα: 100% Eλληνική εφεύρεση!!! ε και;


Μια εξαιρετική, εξολοκλήρου Eλληνική ιδέα που, όπως συνηθίζεται, δεν έχει την κατάλληλη προβολή.
Το πρόβλημα το ξέρουμε όλοι. Τα νησιά μας πάσχουν από έλλειψη -προφανώς πόσιμου- νερού. Η υπερκατανάλωση από τον ανεξέλεγκτο τουρισμό, η χρήση πόσιμου νερού για το γέμισμα των πισινών και η κακή διαχείριση των υδάτινων πόρων εν γένει έχουν φέρει αρκετούς  νησιώτες στα πρόθυρα της λειψυδρίας. Είναι γνωστό ότι αρκετά από τα νησιά μας αγοράζουν νερό από ιδιώτες το οποίο μεταφέρουν με βαπόρια για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Το θέμα είναι υπάρχει λύση; Φυσικά και υπάρχει αν και μέχρι να εφαρμοστεί, έστω και σε ένα μόνο νησί, έπρεπε να περάσει από το σκόπελο της γραφειοκρατίας..
.
Στην Ηρακλειά, δίπλα στη Νάξο, εδώ και τρία χρόνια, λειτουργεί ένα εξολοκλήρου Eλληνικό έργο. Η Υδριάδα, είναι μια πρότυπη σε παγκόσμιο επίπεδο πλωτή μονάδα αφαλάτωσης που παίρνει την ενέργειά της από ενσωματωμένη ανεμογεννήτρια και φωτοβολταϊκή συστοιχία.
Επικεφαλής του προγράμματος είναι ο κ. Νικήτας Νικητάκος, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου που μαζί με τους συνεργάτες του Θ.Λίλα και Α.Βατίστα έχουν καταφέρει να πραγματοποιήσουν το πρόγραμμα που για την νησιωτική Ελλάδα θα έπρεπε να είναι ο «απόλυτος στόχος». Την δημιουργία νερού από τη θάλασσα χωρίς να καταναλώνεται «ρυπογόνο» ρεύμα παραγωγής ΔΕΗ.

Η Υδριάδα με ύψος άνω των 35 μέτρων, αποτελείται από τέσσερις πλωτήρες και έναν κεντρικό, συνδεδεμένους με μεταλλικό πύργο που φιλοξενεί και την ανεμογεννήτρια. Μπορεί να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες 300 κατοίκων σε νερό και έχει σχεδόν μηδενικό κόστος λειτουργίας, όχι βέβαια και κατασκευής...
Η αντίστροφη όσμωση, η τεχνολογία που χρησιμοποιεί η Υδριάδα, είναι γνωστή εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, η εφαρμογή της σε «εθνικό» επίπεδο σκόνταφτε πάντα στην μεγάλη κατανάλωση ενέργειας του συστήματος η οποία αν καλυπτόταν από ηλεκτρικό ρεύμα παραγωγής ΔΕΗ (άνθρακας κλπ) δεν θα είχε το οικολογικό αποτύπωμα που όλοι αναζητούμε στις ημέρες μας.
Οι επιστήμονες που εξέλιξαν την Υδριάδα, έλυσαν αυτό το πρόβλημα, εγκαθιστώντας πάνω στον τεράστιο πυλώνα, φωτοβολταϊκά συστήματα αλλά και ανεμογεννήτριες ενώ για τον απομακρυσμένο έλεγχό της λειτουργίας, η Υδριάδα είναι εφοδιασμένη και με ασύρματη σύνδεση στο διαδίκτυο!

Η ιδέα έχει αποσπάσει παγκόσμια αναγνώριση αλλά στην Ελλάδα έχει... καταφέρει να εξαγριώσει τους τοπικούς κοινοτικούς νερουλάδες οι οποίοι θεωρούν αδιανόητο το χάσουν το μεροκάματό τους όταν το σύστημα θα λειτουργήσει πλήρως παρέχοντας δωρεάν νερό!

Στην πορεία υλοποίησης του έργου από την ομάδα του Πανεπιστημίου, - σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές - οι υπεύθυνοι άκουσαν ακόμα και την δικαιολογία από τα χείλη αρμόδιων παραγόντων ότι «δεν είναι δυνατόν να δίνετε δωρεάν νερό. Θα μας το χαρίζετε και εμείς θα το πουλάμε».

Τυχαίο που η Ελλάδα πάει από το κακό στο χειρότερο; Δεν νομίζω...
πηγη
και η συνέχεια



Το επίμαχο θέμα μεταφοράς νερού στα μικρά νησιά του Αιγαίου, έρχεται στο προσκήνιο καθώς την Παρασκευή στη Μυτιλήνη, θα γίνει ο διαγωνισμός για τους ανάδοχους των επόμενων δυο χρόνων. Το ολιγοπώλιο στην μεταφορά του, έχει εκτινάξει τις τιμές, καθώς οι μεταφορείς του, υπερκοστολογούν το κυβικό ώστε να ισοσκελίσουν τις απώλειες κέρδους, από τη μείωση της ζήτησης, λόγω των έργων που έχουν γίνει στα νησιά. 


Χωρίς συντήρηση η Υδριάδα στην Ηρακλειά
70% λιγότερο νερό θα χρειαστούν, φέτος, τα μικρά νησιά του Αιγαίου για την υδροδότησή τους. Όμως, το καρτέλ των νερουλάδων ανεβάζει το κόστος μεταφοράς κατά 105%για να καλύψει τις απώλειες. Την ίδια ώρα, μια ελληνική εφεύρεση που ξεκίνησε με προοπτικές, έμπλεξε στα γρανάζια των συμφερόντων και της γραφειοκρατίας. Η Υδριάδα είναι μια μονάδα αφαλάτωσης που λειτουργεί με τη δύναμη του ήλιου και του ανέμου. Εγκαταστάθηκε το 2007 στην Ηρακλειά, λειτούργησε, στην αρχή, με επιτυχία, κέρδισε το ενδιαφέρον ξένων χωρών με προβλήματα λειψυδρίας, αλλά, κινδυνεύει να σαπίσει αναξιοποίητη.
Στη γενική γραμματεία Αιγαίου, θα ήθελαν να τους παραχωρηθεί η Υδριάδα, για να αναλάβουν τη συντήρησή της.
Η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου δεν αρνείται την παραχώρηση της μονάδας, αλλά ζητά να βγει σε βιομηχανική παραγωγή για να μειωθεί το κόστος της και να ωφεληθούν τα άνυδρα νησιά.
Το γεγονός είναι ότι και φέτος, 16 μικρά νησιά στο Αιγαίο έχουν ανάγκη για νερό και θα χρειαστεί να δαπανηθούν μέχρι και 4,5 εκατομμύρια ευρώ για τη μεταφορά του από την Αττική, με κόστος, ανά κυβικό, υπερδιπλάσια από ό,τι το 2009.

Πηγή:
ΝΕΤ FM


Τελικά αυτοί οι  αρμόδιoi παράγοντες  μας αντιπροσωπεύουν ή δεν έχουν καμμιά σχέση μαζί μας;





8 Απρ 2012

Mε γελάσανε τα πουλιά, της άνοιξης τα αηδόνια,


Mε γελάσανε τα πουλιά, της άνοιξης τα αηδόνια,

με γέλασαν και μούπανε ο Χάρος δε με παίρνει.

Βάνω, φτιάνω τα σπίτια μου τα μαρμαροχτισμένα,

βάνω στις πόρτες μάλαμα, στα παραθύρια ασήμι,

κι αυτά τα πανωμπάλκονα κι αυτά μαργαριτάρι.

Στο παραθύρι έκατσα λίγο να ξανασάνω.

Βλέπω το Χάρο πόρχεται καβάλα στ΄άλογό του.

Μαύρος αυτός και τ΄άλογο, μαύρο και το σπαθί του.

Σέρνει τους νιούς απ΄τα μαλλιά, τους γέρους απ΄τα γένια,

και τα μικρά- μικρά παιδιά τα σέρνει απ΄το χέρι.




1 Απρ 2012

"Απ΄τα κόκαλα βγαλμένα"


"Οι Αγιοι Πάντες, η Ελλάς"
Αποκαρδιωμένος και μπαϊλντισμένος ο κόσμος από τις κακές ειδήσεις τριών συνεχόμενων ετών, παρηγοριέται με την επελαύνουσα άνοιξη και προετοιμάζεται για το Πάσχα. Δεν ακούει ειδήσεις πια, δεν τις καταγράφει το κεντρικό νευρικό, δεν δίνει σημασία. Ακούει για εκλογές και μόνη σκέψη του είναι πώς να χρησιμοποιήσει την ψήφο του τιμωρητικά· έτσι νομίζει. (Τιμωρεί όμως η ψήφος; Ποιον, πώς;) Τα μήντια συνεχίζουν να βομβούν ακαταπαύστως, η σιωπή θα ήταν θάνατος· βομβούν για τον Παναθηναϊκό, ας πούμε. Αλλά ο μηντιακός βόμβος δεν μεταφέρει πια νοήματα στον στομωμένο Ελληνα· παρακολουθεί την καταστροφή του σε σλόου μόσιον και χάι ντεφινίσιον, ανήμπορος να αλλάξει κανάλι με το άιφον 4-τζι-ες. Τυλιγμένος με τα γκάτζετ της Προ Κρίσης εποχής, ήδη λησμονημένης, ο άνθρωπός μας παρακολουθεί απαθής ειδήσεις περικοπών και ανεργίας σαν να χαζεύει αγγελτήρια για κηδείες τρίτων, άλλων, μακρινών. Και ψιθυρίζει μια μάντρα, μιαν ευχή: Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό που συμβαίνει, κι αν συμβαίνει, δεν συμβαίνει σ’ εμένα.

Και ξάφνου στο νυχτερινό ζάππινγκ πέφτεις σε μια ταινία που μιλάει ελληνικά. Μισοναρκωμένος, αιωρείσαι στιγμιαία ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία, σημερινά, σε χώρους επίσης οικείους. Γιατροί, ασθενείς, νοσοκομείο του ΕΣΥ. Ενας ειδικευόμενος χειρουργός ορθοπεδικός προσπαθεί να εκπαιδευτεί και συγχρόνως να μείνει άνθρωπος. Βαθμιαία η νάρκωση μεταπίπτει σε περιέργεια, κατόπιν σκάς χαμόγελα που ακαριαία πικρίζουν, και καθώς μέσα σε αυτό το κομφούζιο αναγνωρίζεις όλο και βαθύτερα τον εαυτό σου, δικές σου εμπειρίες, την κοινωνία σου και τους ανθρώπους της, πατάς το ίνφο: «Απ΄τα κόκαλα βγαλμένα», του Σωτήρη Γκορίτσα, έτος παραγωγής 2011. Πού να την κατατάξεις τούτη την ταινία; Δραματική κομεντί, μαύρη κωμωδία, κωμωδία καταστάσεων; Docudrama μάλλον, ντοκιμαντέρ με υπερτονισμένα κάποια χαρακτηριστικά. Κι ακόμη καλύτερα: νατουραλιστική ηθογραφία, αδρή, αγκαθωτή, αιμάτινη.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας τη δεκαετία του 2000-10, παραμονές του Κραχ και κατά τη διάρκεια του Κραχ. Φακελάκια, φαυλοσυνδικαλισμός, λαμόγια, προμήθειες, αναξιοκρατία, χάος, παράλογο. Αλλά και ανθρώπινη θέρμη, υπερβάσεις του ατομικού, ανιδιοτέλεια, αυταπάρνηση, φιλία, συμπόνια, επιστημοσύνη. O πενηντάρης σκηνοθέτης προσπαθεί να κατανοήσει και να βυθιστεί στους ανθρώπους, τους αγκαλιάζει με την κάμερα όλους, καλούς και κακούς, προσπαθεί να ιχνογραφήσει το όλον, αυτό που μας περιέχει και μας συνέχει, αλλά και μας βασανίζει και μας διαλύει.

Η ταινία του Γκορίτσα δεν είναι το Grey’s Anatomy α λα ελληνικά, είναι το πρωτογενές Greece’s Anatomy, μια σιγαλόφωνη ελεγεία, που περιγράφει, καταγράφει, καταδεικνύει, αλλά δεν κατακρίνει, δεν ηθικολογεί, δεν αναθεματίζει. Ηθογραφία κατά το είδος, ελεγεία κατά τη μορφή. Σαν να σιγοτραγουδάει τα πάθη των ανθρώπων, σαν να μιξάρει αβίαστα τον Υμνο εις την Ελευθερία με το Ι Will Survive, όπως κάνει στους τίτλους τέλους.

Είδα την ταινία δύο φορές σε δύο μέρες, με αμείωτο ενδιαφέρον. Δεν διασκέδασα, δεν χαλάρωσα. Ενιωσα όμως την ταινία να με τυλίγει με τον ρεαλισμό της, με τον αιφινιδιαστικό της κλαυσίγελο και την εσκεμμένη απουσία καταγγελίας, κατάκρισης ή διδακτισμού. Σαν τα έργα της μεγάλης ηθογραφίας, που ιστορούν συνήθεις βίους συνηθισμένων ανθρώπων, συνηθισμένα συμβάντα, συχνά χωρίς καμιά κορύφωση· κι όμως τα βάσανα της ζωής, η ζωή σαν βάσανο και σαν δώρο, αποκαλύπτονται πάντα μεγαλειώδη, ξεπροβάλλουν μέσα από τον χαμηλό ορίζοντα ή την ευτέλεια των ανθρπωίνων πράξεων. Σαν τις βραδυφλεγείς, υπόκωφες εκρήξεις στα διηγήματα του Τσέχοφ, του Παπαδιαμάντη, σαν τις τοιχογραφίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Πέραν του καλού και του κακού.

Ειναι παρηγορητική η ταινία «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Και συγκινητική, γνήσια, επειδή η τρυφερότητά της είναι γνήσια και ζυγισμένη, διαχέεται σε όλους τους ήρωες, και διαχέεται και στους θεατές. Και παιδευτική εντέλει, σαν ντοκιμαντέρ: τελειώνοντας, ξέρεις τι δεν πρέπει να κάνεις, ξέρεις τι άφησες να γίνεται και φτάσαμε ως εδώ, έρμαια τύχης χαλεπής.

Στο κινηματογραφικό νοσοκομείο Αγιοι Πάντες είδα την Ελλάδα να ξεκουρδίζεται και να αποσυναρμολογείται, επί μία ή δύο δεκαετίες, να γονατίζει και να παραπατάει, αλλά να μην αποσυντίθεται εντελώς, να παραμένει ένας σκελετός από κόκαλα, σπασμένα και κολλημένα εκ του υστερήματος κάποιων προσώπων, που ενώ ξεκινούν έκκεντροι και περιθωριακοί, μπορεί να καταλήξουν κεντρικοί ήρωες, αυτοί που θεραπεύουν, μάχονται, συγχωρούν, αγαπούν και συγκολλούν τα θραύσματα.
http://vlemma.wordpress.com