24 Ιουν 2012

Η απεριόριστη σοφία της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας


Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε και εμπρός να είναι έτσι. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι
αδύνατον. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.


Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».
Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις».Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γή +έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.
Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για την σκέψη.
Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει σαν ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και τη υγεία μας.
Και φυσικά όταν θέλουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πως το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».
Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του.
Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.
Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά.
Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις την δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία..
Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά).
Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε.
Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με την σωματική μας υγεία.
Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο…
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα. Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο.
Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.
Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.
«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.
Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

 http://ektiesthisi.blogspot.com/2012/06/blog-post_7464.html#ixzz1yiLD18AZ

18 Ιουν 2012

Δεν ήταν αρκετά...


(Στην γενοκτονία των Ελλήνων της Μ.Ασίας και του Πόντου)
 Και όμως ...; Να που επιμένουν πως, το αίμα που τρεξε
δεν ήταν αρκετό για να τ' ονομάσουν «ολοκαύτωμα»...
Κι όμως ...; αρνούνται πως τα κορμιά π' αγιάσανε το χώμα
δεν θυσιάστηκαν σε μια «γενοκτονία»...

Κι 'αφού, κανένας δεν τολμά  κραυγές να κάμει τις κατάρες
και ερινύες τα δάκρυα για να τους κυνηγήσουν
κι αφού, κανένας δεν ορμά με τις στρατιές των σφαγιασμένων
χωριά να διαφεντέψει και κάμπους π' αλλαξοπιστήσαν.
Πώς να βρει δρόμο ο γδικιωμός να ορθώσει το κεφάλι
και να σταθεί ο Έλληνας όσο ψηλά του πρέπει;

http://aggeliki-sirri.pblogs.gr/2012/05/den-htan-arketa.html

15 Ιουν 2012

ΟΙ άρχοντες καταδυναστεύουν τους λαούς!


  1. Οι άρχοντες καταδυναστεύουν τους λαούς!  Γιατί οι άρχοντες καταδυναστεύουν  τους λαούς; Όταν οι άρχοντες αγαπούν τους λαούς, οι λαοί ευτυχούν; Πότε στην ιστορία του κόσμου  οι λαοί ευτύχησαν ;

            2. Ο υπερπληθυσμός είναι ο ενδόμυχος φόβος των αρχόντων. Οι άρχοντες στη Γερμανία μισούν τους Έλληνες γιατί δεν πεθαίνουιν αμέσως μετά τη σύνταξη και ζουν πολλά χρόνια συνταξιούχοι. Ο υπερπληθυσμός είναι ο διαρκής φόβος των αρχόντων: Εκατόν σαραπέντε πόλεμοι έγιναν μετά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο!

          3. Αν θέλεις να κατανοήσεις γιατί γίνονται πολλά ακατανόητα πράγματα στην εποχή μας, ευγενικέ αναγνώστη, έχε το νου σου στον ενδόμυχο φόβο που νιώθουν οι άρχοντες για τον υπερπληθυσμό.

         4. Θα καταλάβεις γιατί η ανθρώπινη ζωή έχει όλο και μικρότερη αξία όχι μόνο στα απολυταρχικά καθεστώτα της Ανατολής, αλλά και στις φεουδαρχικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου.

         5.Θα καταλάβεις γιατί πολεμάται τόσο το Άγιον Πνεύμα που δίνει τη ζωή και τη διατηρεί και προβάλλονται το πνεύμα του θανάτου παντού με τους διάφορους αυτοκαταστροφικούς δρόμους, στους οποίους οδηγούνται οι νέοι ως πρόβατα επι σφαγήν.

       6. Η νέα εποχή σχεδιάζει να μειώσει τον πληθυσμό της γης. Για να το επιτύχει αντιστρέφει τις Εντολές του Ευαγγελίου. Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου λέει η Αγία Γραφή για να ζήσεις μακρά και χαρούμενη ζωή.

        7.Η νέα εποχή εξευτελίζει την οικογένεια, τον ενήλικο, την ωριμότητα και γενικά όλες τις πνευματικές αξίες και τις αντικαθιστά με το χρήμα. Οι νέοι δεν έχουν αληθινά πρότυπα. Καταφρονούν την ωριμότητα γιατί δεν την γνωρίζουν. Δεν βλέπουν τους καρπούς των δέντρων πώς μαραίνονται και σαπίζουν, όταν δεν ωριμάζουν ποτέ.

        8.Ο κόσμος μας είναι γεμάτος μεγάλα παιδιά που δεν ωρίμασαν ποτέ. Παράδειγμα οι πλείστοι των σημερινών πολιτικών, οι οποίοι δεν ξέρουν πού βρίσκονται, τί κάνουν και γιατί! Δείτε τα πρόσωπά τους, το βλέμμα τους, ακούστε τη φωνή τους: Πρόσωπα και βλέματα και φωνές ανεύθυνων παιδιών!

        9.Οι ευρωπαίοι πολιτικοί ανησυχούν μήπως δεν ψηφίσουμε τους αρεστούς των. Βλέπουν την
Ελλάδα, όπω ς οι πρόγονοί τους τις αποικίες τους.

        10.Οι άνθρωποι δεν υπόσχονται ότι μεγαλώνοντας το χρέος μας θα βγούμε απ΄ το χρέος, όπως υπόσχονται οι εδώ ευνοούμενοί τους. Δεν υπόσχονται ότι θα βγούμε απ΄  την ύφεση βαθαίνοντας την ύφεση ακόμα περισσότερο. Ενδιαφέρονται να αρπάξουν τον εθνικό μας πλούτο κι ας πάει στα κομμάτια η ανάπτυξη της Ελλάδος.

       11.Κι αυτοί κι οι εδώ ευνοούμενοί τους σαν τα μεγάλα παιδιά πριονίζουν το κλαδί επάνω στο οποίο στηρίζονται.

       12. Δεν σκέφτονται πόσο σύντομη είναι η ζωή. Πως οι άρχοντες παρέρχονται κι οι λαοί μένουν.

       13.Χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες παρά την καταφορά βαρβάρων εθνών υπάρχουν και είναι η ελπίδα των αληθινών χριστιανών σε όλο τον κόσμο.

      14. Οι Έλληνες χάρις στη φιλοσοφία και στον πολιτισμό τους, την εποχή του Χριστού, ήταν σε θέση να δεχθούν το Ευαγγέλιο και να το μεταδώσουν ως Ορθόδοξη Εκκλησία στην οικουμένη.

      15.Οι Έλληνες δεν περιμένουν ευγνωμοσύνη από έναν κόσμο που περιφρονεί το Ευαγγέλιο και τον Ίδιο το Χριστό. Δεν νοείται Ορθοδοξία χωρίς διωγμό.
Μόσχος Λαγκουβάρδος
πηγη

11 Ιουν 2012

Το παιδί

Ετοιμάζεις την εργασία σου, τη δοκιμασία σου, τη δουλειά σου. Συναντάς υπεύθυνους, συνεργάτες και όλους αυτούς από τους οποίους θα εξαρτηθεί η έκβασή της.

Έρχονται. Αρχίζουν: « Πιθανόν, δύσκολα, οι συνθήκες, ο χώρος, ο χρόνος, η εποχή, η στιγμή, τα χρήματα, ο τόπος, ο τόκος, οι άνθρωποι, οι τουαλέτες, τα καμαρίνια, η υλικοτεχνική υποδομή, η ασφάλεια, η …, η …., η ….». Η καταστροφή. Η συντέλεια του κόσμου. «Αδύνατον. Δεν γίνεται τίποτα. Υπάρχει η καλή διάθεση, αλλά ….».

Και ξαφνικά από το πουθενά εμφανίζεται ο άνθρωπος. Ένα παιδί, ένας απλός ηλεκτρολόγος, ένας εργάτης, ένας οδηγός, ένας σερβιτόρος. Μαζί με τους καφέδες, στο δίσκο επάνω, φέρνει και τη λύση. Την πιο απλή. Την πιο απλή του κόσμου.

Άναυδοι όλοι. Πού βρέθηκε αυτός και τους χαλάει έτσι με τη μια, την άρνησή τους, τη ζωή τους την ίδια; Από πού ξεφύτρωσε αυτό το χαμόγελο, αυτή η χλωρασιά, αυτό το μάτι, αυτή η χούφτα η ζεστή, αυτό το ναι, αυτή η κατάφαση; Τι καθρέφτης είναι αυτός;

Έντρομοι, έξαλλοι, σκύβουν, κρύβουν το πρόσωπό τους. Πώς τους ξεσκέπασε έτσι ένα ναι; Ποιος είναι αυτός με το ποδήλατο που έρχεται πάντα την τελευταία στιγμή και τους χαλάει την αυτάρεσκη ανημπόρια τους; Θεέ και Κύριε! Πώς τον άφησαν, πώς τους ξέφυγε αυτός; Αλλά δεν τον μέτρησαν, δεν τον υπολόγισαν, δεν τον είχαν ικανό για τίποτα.

Πόσα δεν οφείλουμε σ’ αυτά τα παιδιά, που ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα, που έτρεξαν μπροστά κι όταν ρώτησες, πού είναι αυτό, πού είναι εκείνο, σου άνοιξαν δρόμο, πόρτα, ουρανό, ποταμό, αγκάλη, ακρογιάλι, με τον απλούστερο τρόπο.

Κι όταν εσύ ανέβηκες, έφτασες εκεί που σχεδίαζες, εκεί που ήθελες να πας, πριν προλάβεις καν να πεις ευχαριστώ, είχαν εξαφανιστεί σαν τον αρχάγγελο του Ευαγγελισμού.

Τι διαφορά με τους ξινούς, τους ματαιωμένους, τους «ναι μεν, αλλά …» και «ανάθεμα την ώρα», μ’ αυτούς που όταν προχωρήσει επιτέλους η δουλειά, εμφανίζονται τρέχοντας, φορώντας  το ρούχο του: «είδες τι καλά που τα κάναμε, τι ωραία που τα προχωρήσαμε; Ευτυχώς που ήμασταν κι εμείς».

-Ευτυχώς. Αν δεν ήσασταν κι εσείς…

Βλέπεις έκπληκτος, ότι το πιστεύουν, συγκινούνται. Δακρύζουν.

Πιστεύουν σ΄ εσένα. Όλα για σένα τα έκαναν. Κι αν τους ξαναχρειαστείς, εκεί θα είναι, πάντα στο πλάι σου.

-Τι να πεις. Τι να πεις, Θεέ μου, στους μονίμως εμποδίζοντες, στους επαγγελματίες του τίποτα και του καθόλου.

Γι’ αυτούς, τίποτα.

Για τ’ άλλα τα παιδιά όμως, που δεν έχουν ούτε όνομα ούτε επίθετο-κυρίως- ούτε τηλέφωνο, ποιος θα αναλάβει να τα καλέσει στη μεγάλη γιορτή, στο πανηγύρι, στην πρεμιέρα, στα χειροκροτήματα, στις υποκλίσεις; Ποιος θα βρει  τηλέφωνα, αριθμούς και διευθύνσεις;

Αλλά σιγά μην έρχονταν. Να κάνουν τι. Με ποιούς και γιατί. Η δουλειά τους είναι αλλού. Το ξέρουν κι ας μην το λένε, ας μην έχουν τα λόγια να το πουν. Δεν έχουν καινούρια παπούτσια.

Τα έχουν σκονίσει, στραβοπατήσει, ξεχειλώσει, ξεσκίσει, ξεπατώσει, λασπώσει, λιώσει, για τους άλλους.

Κι αν κάποιος  από εμάς, είχε τη φαεινή ιδέα να τους αγοράσει καινούρια παπούτσια, δεν θα ήξερε, ούτε το νούμερό τους, ούτε το γούστο τους.

Αυτοί γουστάρουνε παπούτσια δετά, τριζάτα- σταράτα- στέρεα, που γνωρίζουν από ανηφοριές, κακοτοπιές, λάσπες και χώματα.

του Θοδωρή Γκόνη

4 Ιουν 2012

Ικέτες 2012


Ικέτες: Μια ρομαντική κομεντί από τους «Κινηματογραφιστές σε κρίση» 
για τις εκλογες, το πολιτικό σύστημα και... την κρίση μας!
Σενάριο: Iωάννα Γεροκωνσταντή
Σκηνοθεσία: Λάζαρος Ανδριώτης
Δ/νση φωτογραφίας - Mοντάζ: Νίκος Βουρλιώτης

2 Ιουν 2012

Ιστορίες της Ανατολής: ταξίδι στη Συρία!


Στη Συρία της δεκαετίας του΄70 και του΄80 έζησα την ιστορική εμπειρία σαν δική μου καθημερινότητα. Πουθενα αλλού δεν ένιωσα με τόση πληρότητα να ξαναμπαίνω στη μήτρα. Βαθμιαία, εκεί έβρισκα τον εαυτό μου.

Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν η αποκάλυψη της ταυτότητας μου, όχι βεβαίως αυτής του διαβατηρίου (η οποία ταυτιζόταν μέχρι τότε με την πεποίθησή μου), αλλά εκείνης που μου απέδιδαν οι Σύριοι κι όλοι οι Μεσανατολίτες. Στην αρχή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Αντιλαμβανόμουν ότι με έβλεπαν αλλιώς, αλλά πώς; και γιατί; Τι ήταν αυτό που αναγνώριζαν αυτοί και αγνοούσα εγώ;

Καθώς περνούσαν οι ημέρες, άρχισα να διακρίνω ότι η ελληνική προέλευσή μου είχε τελείως διαφορετικό νόημα για εκείνους. Ούτε η χώρα Ελλάδα ούτε η πρωτεύουσα Αθήνα τους ήταν οικείες, ακόμα τότε — στους περισσότερους, μάλιστα, ήταν και παντελώς άγνωστες. Μα πώς να εξηγήσω την υπέρτατη χαρά τους όταν μάθαιναν ότι είμαι Γίουνάνα (Γιουνάν = Ίων = Έλληνας), άρα Ρουμ Ορτοντόξ, δηλαδή Ορθόδοξη, και, κατά συνέπεια, γι' αυτούς, κομμάτι —και μάλιστα, εκλεκτό κομμάτι— του δικού τους κόσμου; Μόνον που εγώ δεν το ήξερα.

Η διαδικασία της αποτίναξης του δικού μου προσωπείου άρχισε σε ένα ζαχαροπλαστείο στο Χαλέπι, καθώς πλήρωνα τα φιστικομπακλαβαδάκια που επρόκειτο να πάρω μαζί μου στην Ελλάδα. Είχα ήδη περάσει τρεις εβδομάδες στη Συρία. Με αιματηρές οικονομίες μάζεψα το απαιτούμενο ποσόν για το ταξίδι και με φοβερές θυσίες διάβασα ό,τι έπρεπε να διαβάσω, ώστε να πάω προετοιμασμένη. Και όταν λέω «ό,τι έπρεπε», εννοώ τα πάντα. Γιατί ως γαλλοσπουδαγμένη νέα, είχα ζήσει σε ένα φιλο-αραβικό, φιλοσυριακό περιβάλλον. Είχα την ώθηση των γαλλικών σπουδών σχετικά με τη Συρία (την οποία οι Γάλλοι είχαν υποτάξει ως «εντολοδόχοι» των νικητών του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου και διατηρούν πάντα την προνομιακή σχέση του πρώην γηπεδούχου, που δεν παραιτείται από την κληρονομιά, αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αρκετή δόση κεκαλυμμένης συγκατάβασης τις παλαιές του κτήσεις, προωθώντας τη νεοαποικιοκρατική πολιτική του μέσα από πολιτιστικές δραστηριότητες, εκδόσεις, εκθέσεις, επιστημονικά συμπόσια, μουσικές εκδηλώσεις και όλα όσα υπάγονται στο πλέγμα της πολιτιστικής προσέγγισης). Ε! τι άλλο ήθελα. Ξεκινούσα από το καλύτερο ευρωπαϊκό εφαλτήριο για να γνωρίσω την Ανατολή.

Άρτια προετοιμασμένη πραγματοποίησα μία σχεδόν μυθική περιήγηση, αποκλειστικά αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Είδα τα πάντα. Προϊστορικά, αρχαία, ελληνιστικά, ρωμαϊκά, πρωτοχριστιανικά και πρώιμα βυζαντινά, πρωτοϊσλαμικά και μεσαιωνικά. Το τέρμα ήταν η επέλαση των Μογγόλων. Όλα τα νεότερα ήταν γραφικά και αρκούντως εξωτικά αλλά δευτερεύοντα. Θα είχα πάρα πολλά να διηγηθώ στους φίλους, κυρίως στους Γάλλους λάτρεις της μεσα-νατολίτικης Προϊστορίας. Τους το είχα υποσχεθεί, όταν μου δάνειζαν τα συγγράμματα περί Σουμερίων και Ακκάδων και Ασσυρίων, και όλων εκείνων των άλλων περίφημων πολιτισμών, και με καθοδηγούσαν ως προς το τι έπρεπε να διαβάσω και να δω. Να μην παραλείψω, εννοείται, και τα σταυροφορικά κάστρα, το καμάρι της Φραγκιάς.

Είχα, λοιπόν, περπατήσει τα πάντα κι είχα φτάσει ενθουσιασμένη στο Χαλέπι, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού μου, διατηρώντας την απορία για τον τρόπο με τον οποίο με υποδέχονταν οι άνθρωποι, όταν ξεστόμιζα την καταγωγή μου. Έμποροι, εστιάτορες, βοσκοί, φύλακες αρχαιοτήτων και συνεπιβάτες στα λεωφορεία, Σύριοι, Βεδουίνοι, Κούρδοι, Χαλδαίοι, Παλαιστίνιοι και Αρμένιοι, αδιαφορώντας πλήρως γι' αυτό που εγώ πίστευα ότι αντιπροσωπεύω, θεωρούσαν ύψιστη τιμή τη γνωριμία μας. Αυτό ήταν ολοφάνερο, αλλά μου διέφευγε η αιτία. Αισθανόμουν ότι φέρω κάτι, σαν να εκπροσωπούσα κάποιον, σαν να μετέφερα μνήμες ή σύμβολα ή ποιος ξέρει τι άλλο αόρατο — ορατό σε αυτούς, με τους οποίους δεν είχα τρόπο να επικοινωνήσω με τον λόγο (κι αν κάποιοι ελάχιστοι μιλούσαν γαλλικά ή αγγλικά, δεν έμπαιναν στον κόπο να μου εξηγήσουν, γιατί απλούστατα
δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι χρειαζόμουν εξηγήσεις). Άλλοτε, πάλι, έλεγα ότι μάλλον είναι αποκυήματα της φαντασίας μου αυτά, ίσως απλώς τους εντυπωσίαζε ότι ήμουνα μία νέα γυναίκα που ταξίδευε μόνη σε έναν τόπο δίχως τουριστικές εμπειρίες (δίχως καμιά επαφή με τουρίστες, αυτός ο κόσμος ήταν ακόμα εντελώς αθώος, συνεσταλμένος και, συνάμα, αυθόρμητος). Ωστόσο, τα διάφορα εξωφρενικά περιστατικά που μου συνέβαιναν δεν με άφηναν να εφησυχάζω με τέτοιες απλουστευτικές ερμηνείες. Ώσπου ήρθε η ώρα να αγοράσω τα μπακλαβαδάκια με το φιστίκι.

Ο ζαχαροπλάστης μιλούσε γαλλικά. Εκείνα τα παλαιομοδίτικα της αστικής τάξης της Μέσης Ανατολής.

«Θα μου επιτρέψετε να σας τα προσφέρω» είπε. Διαμαρτυρήθηκα' ήτανε πέντε κουτιά.

«Και δέκα να πάρετε, θα είναι χαρά μου» είπε. «Το απόγευμα σας περιμένουμε στην εκκλησία». Ευτυχώς δεν είχα προλάβει να πάρω τα κουτιά, γιατί θα μου έπεφταν από τα χέρια.

«Είναι οι Α' Χαιρετισμοί σήμερα» συνέχισε απτόητος. Δεν είχε αντιληφθεί ότι έμεινα κεραυνόπληκτη. «Όλη η Κοινότητα σας περιμένει. Ελπίζω να μην έχετε άλλες υποχρεώσεις».

Τραυλίζοντας ρώτησα πού βρίσκεται η εκκλησία.

«Είναι εδώ πίσω. Μόλις περάσετε τα υφασματάδικα, η πρώτη πόρτα με τον Σταυρό. Η επόμενη είναι η αρμενική».

Αυτό ήταν. Είχα ταξιδέψει σε μία χώρα η οποία με ενδιέφερε για το απώτατο παρελθόν της. Ήμουν έτοιμη να φύγω δίχως να πάρω μυρωδιά από το παρόν της. Σαν Γαλλίδα οριονταλίστρια, που παραβλέπει τις υπερμεγέθεις κατσαρίδες στα δωμάτια των πανδοχείων, για να απολαύσει το άρωμα των νεκρών πολιτισμών. Είχα επισκεφθεί τουλάχιστον είκοσι από τους εκατοντάδες εγκαταλελειμμένους πρωτοβυζαντινούς οικισμούς, αυτούς που είχε ανακαλύψει ο Μπάτλερ, μετά το 1900, και τους ονόμασε «ghost cities»' είχα δει δεκάδες πετρόχτιστες εκκλησίες, πύργους, τετραώροφα πανδοχεία, στάβλους κι αποθήκες της Προ'ισλαμικής εποχής. Ήμουν έτοιμη να φύγω με την πεποίθηση ότι το κεφάλαιο του Χριστιανισμού τελείωσε με τη μουσουλμανική κατάκτηση. Η Δαμασκός παραδόθηκε το 635. Το Χαλέπι έπεσε έναν χρόνο αργότερα. Πότε θα καταλάβουμε ότι το σπαθί δεν κόβει την ιστορία;

Βρισκόμουν σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της σύγχρονης αραβικής Ορθοδοξίας. Το μητροπολιτικό μέγαρο ήταν δυο βήματα από το ζαχαροπλαστείο. Η έδρα της Μητροπόλεως Βεροίας (Βέροια, και επισήμως Βέροια Χαλυβών, ονόμασαν οι Σελευκίδες το Χάλεμπ-Αλέπο — τους είχε φάει, καθώς φαίνεται, η νοσταλγία της μακεδονικής πατρίδας) στεγάζεται σε ένα τυπικά μεσανατολίτικο αρχοντικό. Μία κρεβατίνα σκεπάζει τη μεγάλη εσωτερική αυλή, στο κέντρο υπάρχει η μαρμάρινη δεξαμενή με το σιντριβάνι, δίπλα ένα πελώριο γιασεμί και μια μικρή ροδιά. Δεκαεπτά αιώνες εδώ. Ο μητροπολίτης Βεροίας Ηλίας, σπουδαγμένος στην Ελλάδα: στη Θεολογική των Αθηνών και στην ΙΙάτμο. Ο πρωτοσύγκελος Αντώνιος: στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην Πόλη. Δεν πίστευα στα αυτιά και στα μάτια μου. Κι ούτε πρόλαβα να θυμώσω αυτή τη φορά. Με άρπαξε η συγκίνηση, η μεγαλύτερη της ζωής μου.

Ανοιξιάτικο απόγευμα στο Χαλέπι' οι Α' Χαιρετισμοί. Οι καμπάνες ακούστηκαν σε ολόκληρη την αγορά. Κι εγώ ήταν σαν να έμπαινα πρώτη φορά σε εκκλησία. Το εκκλησίασμα με υποδέχθηκε με χαμόγελα, κλάματα, το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς αντί άλλου χαιρετισμού. Οι γυναίκες έκαναν τόπο να περάσω, η καθεμιά μού έδινε τη θέση της. Με θώπευαν με τα μάτια. Είχα έρθει από τη Βασιλεύουσα. Αυτή την ιδιότητα μου απέδιδαν όλοι εκείνοι που με τιμούσαν χωρίς να καταλαβαίνω τι μου συνέβαινε. Η δική μας Ελλάδα δεν υπήρχε γι' αυτούς. Ούτε τα αρχαιολατρικά θέσφατα και οι νεοελληνικές κατασκευές περί ενδόξων Αθηναίων προγόνων τούς συγκινούσαν. Στις δικές τους αξίες αυτό που μετρούσε ήταν αυτό που εμείς είχαμε απορρίψει (μετά βδελυγ-μίας). Η αίγλη της κωνσταντινουπολίτικης Ορθοδοξίας, η λάμψη του ρωμαίικου οικουμενισμού, η παρηγοριά (και η σοφία) της βιωμένης συνύπαρξης, οι συγγένειες και οι κοινοί κώδικες του σεβασμού ανάμεσα στους λαούς της Ανατολής αναδύονταν μέσα από τις αραβικές και τις ελληνικές ψαλμωδίες, την κίνηση των σωμάτων, τη συγκίνηση των εκκλησιαζόμενων, τις ελληνοαραβικές κι αραβοελληνικές επιγραφές στις εικόνες, το λιβάνι, τη διάχυτη αίσθηση της πνευματικής κοινότητας.

Σαν το απολωλός πρόβατο, είχα πάρει τον δρόμο του αναπάντεχου γυρισμού. Η Ελλάδα απομακρυνόταν πίσω από τα «Χαίρε» και τα «Χαμπίμπι»' αποκτούσε τις πραγματικές της, μηδαμινές, διαστάσεις. Απόμεινε μια κουκκίδα στο σώμα της Ρωμιοσύνης. Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, η ζωή μου άλλαξε άρδην. Ένιωθα να αποχωρίζομαι από το ξεραμένο δέρμα μου, ώσπου αποσπάστηκε από το σώμα μου και δεν έμεινε ούτε λέπι. Η Συρία με οδηγούσε...............

Μαριάννα Κορομηλά
απόσπασμα απο το βιβλίο "Η Μαρία των Μογγόλων"