28 Ιαν 2013

Οι Αρειανοί του Όρσον Ουέλς


Είναι 30 Οκτωβρίου 1938, βράδυ Κυριακής, παραμονή του Halloween. 6.000.000 ακροατές ακούνε το ραδιοφωνικό σταθμό CBS. Τηλεόραση δεν υπάρχει ακόμα, το ραδιόφωνο θεωρείται η πιο έγκυρη πηγή πληροφόρησης.

Πριν ενάμιση χρόνο, στις 6 Μαΐου 1937, το γερμανικό ζέπελιν “Hindenburg” ανεφλέγη στο Λέικχαρστ του Νιού Τζέρσει. Ο δημοσιογράφος Χέμπερτ Μόρισον έδωσε την πρώτη απευθείας δημοσιογραφική κάλυψη καταστροφής:
«Τυλίχτηκε στις φλόγες! Κάντε στην άκρη, κάντε στην άκρη, παρακαλώ… Θεέ μου, είναι τρομερό, κάντε στην άκρη… Ω, οι επιβάτες και όλη η ανθρωπότητα…»

Έντεκα μήνες μετά, στις 14 Απριλίου 1938, ο πρόεδρος Ρούσβελτ ανακοινώνει από το ραδιόφωνο ότι το “New Deal” που εφαρμοζόταν από το 1933 ως αντίδοτο στην οικονομική-κοινωνική κρίση που ξεκίνησε με το Μεγάλο Κραχ, «παρουσίαζε αισθητή καθυστέρηση».
Αλλά «το μόνο που πρέπει να μας φοβίζει είναι ο φόβος».

Ο Χίτλερ δεν έχει εισβάλλει ακόμα στην Πολωνία, ξεκινώντας το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κάποιοι οξυδερκείς πολιτικοί αναλυτές και διανοούμενοι προειδοποιούν το κοινό για τον κίνδυνο από τον ανερχόμενο μιλιταριστικό εθνικοσοσιαλισμό.
Πριν δέκα χρόνια έχει κυκλοφορήσει το πρώτο λαϊκό περιοδικό επιστημονικής φαντασίας, το Amazing Stories. Στο πρώτο τεύχος υπάρχει το διήγημα “Monsters from Mars”, με θέμα την εισβολή Αρειανών στη Γη.


Διαστημικό πρόγραμμα δεν έχει ξεκινήσει ακόμα. Το φεγγάρι και ο Άρης ίσως και να κατοικούνται από πολεμοχαρή πράσινα ανθρωπάκια ή κάτι πολύ χειρότερο.

Εκείνο το βράδυ μια εκπομπή ξεκινάει με τη βαθιά φωνή του εκφωνητή να λέει ότι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα οι Αμερικάνοι έμαθαν ότι «αυτός ο κόσμος παρακολουθείται στενά από μια νοημοσύνη μεγαλύτερη από του ανθρώπου. Νοήμονες εξωγήινοι, ψυχροί και άπονοι, που συνωμοτούν –αργά και σταθερά, ενάντια στην ανθρωπότητα.»

Η εκφώνηση διακόπτεται από το δελτίο καιρού. Όλα φυσιολογικά. Λίγο κρύο, ίσως και να βρέξει. Μετά διάλειμμα για μουσική, απευθείας από το ξενοδοχείο Παρκ Πλάζα, στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Όλα φυσιολογικά.

Έπειτα η μουσική διακόπτεται από ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων: «Εκρήξεις αερίων στον Άρη.»

Στη συνέχεια ο ρεπόρτερ Καρλ Φίλιπς παίρνει συνέντευξη από τον αστροφυσικό Πίρσον, για την αστρονομική σημασία της «έκτακτης» Αρειανής δραστηριότητας.

Στο σημείο αυτό ο εκφωνητής ενημερώνει τους ακροατές ότι ένα τεράστιο ιπτάμενο αντικείμενο έχει προσγειωθεί στο Γκρόβερς Μιλ του Νιου Τσέρσεϊ –κοντά στο μέρος όπου καταστράφηκε το ζέπελιν.

Ο Φίλιπς και ο Πίρσον σπεύδουν στην περιοχή για διερευνήσουν το θέμα. Βρίσκουν ένα μεγάλο πλήθος σε σύγχυση και αντικρίζουν τον ιπτάμενο δίσκο. Αφού παίρνουν συνέντευξη από κάποιους αυτόπτες μάρτυρες της προσγείωσης ακούγεται ένας «περίεργος βόμβος» και ο ιπτάμενος δίσκος αρχίζει να ανοίγει.
Ο Φίλιπς δίνει απευθείας μετάδοση αυτών που βλέπει:


«Θεέ και Κύριε, κάτι προβάλει έρποντας από τη σκιά, κάτι σαν φίδι. Τώρα βγαίνει κι άλλο, κι άλλο… Είναι σαν… Πλοκάμια! […] Τώρα βλέπω και το σώμα του, είναι τεράστιο! […] Κυρίες και κύριοι, είναι απερίγραπτο. Μαύρα μάτια και αστραφτερά σαν του ερπετού. […] Το τέρας ή ότι είναι αυτό ίσα που κινείται […] Το πράγμα σηκώνεται. Θεέ μου!»

Ο Φίλιπς περιγράφει πως ο αρχηγός της αστυνομίας μαζί με δύο αστυνομικούς πλησιάζουν τους Αρειανούς κουνώντας ένα λευκό μαντίλι. Οι Αρειανοί τους αποτεφρώνουν με μια μυστηριώδη ακτίνα θανάτου.

Θόρυβος πανικού από το πλήθος. Μετά σωπαίνει και ο Φίλιπς, πιθανότατα νεκρός κι αυτός. Για λίγο ακούγονται μόνο κραυγές πανικού και ο ήχος της αποτέφρωσης.
Ο εκφωνητής σπάει την απειλητική σιωπή λέγοντας:
«Κυρίες και κύριοι, είναι αδύνατον να συνεχίσουμε την αναμετάδοση από το Γκρόβερς Μιλ.»

Στη συνέχεια ακούγεται ο ταξίαρχος της πολιτοφυλακής, ο οποίος αποκαλύπτει ότι έχει κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος. Ενώ ο αστροφυσικός Πίρσον προσπαθεί να εξηγήσει επιστημονικά την ισχύ της ακτίνας θανάτου, ο εκφωνητής τον διακόπτει για να ανακοινώσει ότι από τους 7.000 στρατιώτες που στάλθηκαν για να αναχαιτίσουν τους εισβολείς μόνο 120 επέζησαν.
Στον αέρα βγαίνει και ο υπουργός Εσωτερικών (του οποίου η φωνή τυχαίνει να μοιάζει πολύ με του προέδρου Ρούζβελτ), ο οποίος κάνει έκκληση στους Αμερικάνους να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και να εναποθέσουν την πίστη τους στο Θεό «ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον ολέθριο αντίπαλο με το έθνος ενωμένο, θαρραλέο και αφοσιωμένο στην επιβίωση του ανθρώπινου γένους.»


Λίγο δύσκολο όμως αυτό, αφού ο εκφωνητής ανακοινώνει ότι η συστοιχία πυροβολικού στα όρη Γουάτσουνγκ καταστράφηκε ολοσχερώς. Περιγράφονται σκηνές ερήμωσης. Ο στρατός και η αεροπορία έχουν καταστραφεί επίσης.
Έπειτα σταματάει να ακούγεται και ο εκφωνητής.



Τελευταία φωνή, αυτή του αστροφυσικού Πίρσον που αναρωτιέται αν είναι ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη.




Εμείς, 75 χρόνια μετά, γνωρίζουμε ότι ο Πίρσον δεν ήταν ο τελευταίος και ότι ο κόσμος δεν καταστράφηκε από τους φθονερούς Αρειανούς.

Υπεύθυνος αυτού του ραδιοφωνικού προγράμματος (και εκφωνητής) ήταν ο 23χρονος Όρσον Ουέλς, ο άνθρωπος που λίγα χρόνια μετά θα έφτιαχνε τον «Πολίτη Κέιν».

Ο θεατρικός του θίασος λεγόταν “Mercury Theatre” –μάλλον δεν ήταν σύμπτωση αυτό. Το θεατρικό έργο ήταν διασκευή του μυθιστορήματος του Χ. Τζ. Ουέλς (απλή συνωνυμία): «Ο πόλεμος των κόσμων», το οποίο είχε δημοσιευτεί το 1898.

Στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος, καθώς και δυο φορές στα διαλείμματα για διαφημίσεις (!) αναφέρθηκε ο φανταστικός χαρακτήρας της εκπομπής. Όμως αυτό οι ακροατές είτε δεν το άκουσαν είτε το αγνόησαν.

Από τους 6.000.000 ακροατές, 1.200.000 πίστεψαν ότι είχε γίνει όντως εισβολή από τον Άρη.
Ο πανικός ήταν εθνικής κλίμακας και άνθρωποι σε όλη την Αμερική είχαν εγκαταλείψει έντρομοι τα σπίτια τους.

Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έριξαν προμήθειες στο αυτοκίνητο και έφυγαν προς τα δυτικά για να σωθούν από τους εισβολείς (οι «ορθολογιστές» πίστευαν ότι οι Αρειανοί δεν ήταν εξωγήινοι, αλλά στρατιώτες του Χίτλερ, αλλά κι εκείνοι το έσκασαν).

Αυτό δημιούργησε μεγαλύτερο πανικό, αφού οι ακροατές κοιτούσαν έξω από το παράθυρο τους και έβλεπαν τους γείτονες να φεύγουν πανικόβλητοι.
Πολλοί δεν έφυγαν, αλλά είχαν κοκαλώσει στη θέση τους δίπλα στο ραδιόφωνο. Άλλοι, που βρίσκονταν κοντά στο «σημείο προσγείωσης» είχαν παραισθήσεις: Νόμιζαν ότι έβλεπαν τις φλόγες ή αισθάνονταν τη ζέστη απ’ τις πυρκαγιές.
Γυναίκες και άντρες λιποθυμούσαν, παιδιά και σκυλιά ούρλιαζαν.
Ήταν καθαρή τύχη που δεν υπήρξαν θύματα.

Όταν καταλάγιασε ο πανικός και διαδόθηκε ότι η εκπομπή ήταν φάρσα ο κόσμος εξοργίστηκε. Οι αγωγές αποζημίωσης εναντίον του CBS έφτασαν τα 750.000 δολάρια (το 1938!).

Ο Ουέλς υποχρεώθηκε να ζητήσει δημόσια συγνώμη και το CBS υποσχέθηκε να μην αναμεταδώσει πάλι παρόμοια εκπομπή.

Στη New York Tribune η επιφυλλιδογράφος (ψάχνοντας για τη σημασία της λέξης κατάλαβα ότι και ο Γελωτοποιός είναι κατά κάποιον τρόπο επιφυλλιδογράφος)  Ντόροθυ Τόμσον αντιλήφθηκε τη δύναμη των ΜΜΕ και έγραψε -με αφορμή τη φάρσα του Ουέλς:

«Κανένα πολιτικό σώμα δεν πρέπει ποτέ να αποκτήσει το μονοπώλιο του ραδιοφώνου. Η δυνατότητα επηρεασμού των μαζών είναι η ισχυρότερη δύναμη σήμερα.»

Και μετά… Ήρθε η τηλεόραση!




(Αυτό το κείμενο ο Γελωτοποιός το σύνθεσε χρησιμοποιώντας -σχεδόν αυτούσια- τμήματα του βιβλίου της Joanna Bourke «Φόβος, Στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και του 20ου αιώνα».
Εκδόσεις Σαββάλα, μτφ Τρισεύγενη Παπαϊωάννου).
http://sanejoker.blogspot.gr



5 Ιαν 2013

70 χρόνια σε περίμενα


Έλα, ρε άτιμε. Έλα να τα πάρεις όλα. Και για όσα πάλεψαν οι πρόγονοί μου και για τα δύο μέτρα κήπο που μου άφησαν οι παππούδες μου. Έλα να πάρεις και τα μεροκάματα, τα σκληρά,  που τα έβαζα στην άκρη για μια ώρα δύσκολη, εκείνη της αρρώστιας. Έλα να τα πάρεις όλα. Πάρε και τον ήλιο που τόσο τον γουστάρεις για να λιάζουν οι συφιλιδικοί τα κορμιά τους αποκτώντας το μεσογειακό χρώμα που τόσο επιθυμούν και τόσο απεχθάνονται. Πάρε ρε, και τις θάλασσές μου να εξάγεις αέριο και τα ποτάμια μου να παράγεις ενέργεια φθηνή μόνο για την πάρτη σου. Πάρε και το γάλα των προβάτων μας και τα στάρια των κάμπων μας.

Το ξέρω που το πας, άτιμε. Το πας εκεί που πάντα ήθελες να το φθάσεις. Να καταστήσεις έναν λαό υπηρέτη. Να βλέπω απελπισμένες μεσόκοπες να βγάζουν μεροκάματο σε μπουρδέλα παραπήγματα ενώ οι πιο νέες να φεύγουν καραβιές για τα διεθνή  καλογυαλισμένα μπουρδέλα σου. Να βλέπω γέρους να πεθαίνουν από αφόρητο κρύο κλεισμένοι μέσα στα 20 τετραγωνικά λίγο πριν τους τα πάρεις κι αυτά ή από ασφυξία όταν θα τους κλείνεις τον διακόπτη από την συσκευή οξυγόνου λόγω ληξιπρόθεσμων λογαριασμών. Να βλέπω 50ρηδες σε απόγνωση , 40ρηδες στις ουρές ανεργίας και 20ρηδες να λένε την ξενιτειά πατρίδα τους. Να βλέπω τα παιδιά ως μελλοντικούς σκλάβους της Φάρμας των Ανθρώπων που χρόνια στήνεις και τώρα θα εγκαινιάσεις εκεί ακριβώς που ξεκίνησε ο Ανθρωπισμός.

Βλέπω που το πας. Δεν θα ρίξεις απλά το μεροκάματο στο 1 ευρώ την ημέρα για 18 ώρες δουλειάς. Θα μας κάνεις να χαιρόμαστε που ζούμε κι ας μην παίρνουμε ούτε το 1 ευρώ. Φτιάχνεις το νέο Νταχάου και αυτό θα είναι η ίδια μου η χώρα. Τα Νταχάου ποτέ δεν κλείνουν, απλά αναστέλλουν τις εργασίες τους, έτσι δεν είναι λουκανοθρεμμένε μου; Έφθασε η ώρα να μπουν μπροστά οι μηχανές αυτού του τεράστιου κρεματορίου που θα έχει για οροφή τον ουρανό που λατρέψαμε και για πάτωμα το χώμα που μας έθρεψε.

Έλα, ρε άτιμε, πισώπλατα αυτή την φορά γιατί την προηγούμενη που ήρθες είχες τουλάχιστον τα κότσια να μου υψώσεις κατάμουτρα το όπλο και να μου πεις να σκύψω. Και είχα την επιλογή ή να σκύψω ή να πάρω τα βουνά. Τώρα όμως μού έχεις κλέψει και τα βουνά. Μου μένει λοιπόν να σκύψω χωρίς τον φόβο της σφαίρας που θα έβγαινε από το προτεταμένο σου όπλο. Είναι τρελό να παραδίνομαι χωρίς να έχω πάρει εντολή για αυτό. Είναι τρελό να φοβάμαι μια σφαίρα που δεν υπάρχει. Πώς γίνεται να βλέπω μπροστά μου ένα όπλο που δεν υπάρχει;

 Άτιμε, τα όπλα σου αυτή την φορά δεν έχουν κάνη, ούτε σκανδάλη. Τα λάδωνες όμως δεκαετίες ολόκληρες και έχουν τις φάτσες όλων αυτών των υπανθρώπων που βγάζουν ακόμα λόγους, που κάνουν κόμματα και παρακόμματα, που σφάζονται μπροστά στην κάμερα ενώ πίσω από αυτή στήνουν το σχέδιο για το πλιάτσικο που έχει ξεκινήσει. Α, ρε άτιμε. Για αυτόν τον λόγο πέταγες ξεροκόμματα στα κομματόσκυλα της Ελλάδας. Για την στιγμή που θα τους έδινες την εντολή να κάνουν επίθεση πισώπλατα στον ίδιο  λαό που τους έδινε τις ελπίδες του μέσα από ένα σταυρωμένο κωλόχαρτο.

Έλα, ρε μπούλη του Βορρά, να με συμμορφώσεις, να με κάνεις ευρωπαϊκό είδος, να φτιάχνομαι με Μότσαρτ και όχι να κλαίω όταν ακούω κλαρίνο. Να νιώθω «πολιτισμένος» με προθήκες Μουσείων και όχι με τους σπαρμένους κίονες στα χωράφια μας, που κράτησαν όλον τον δήθεν σου πολιτισμό. Έλα να σε πάω τελευταία βόλτα στα πατρικά μας να μυρίσεις την  ακόμα καμμένη πέτρα των σπιτιών από τον πολιτισμό των δικών σου προγόνων.

Έλα να με κάνεις άνθρωπο εμένα, τον γύφτο του Νότου. Έλα για να δω αν τελικά έχει μείνει ίχνος Ελλάδας μέσα μου. Έλα ρε, για να μου αποδείξεις αν το μαχαίρι του παππού μου είχε τα αποτελέσματα που μου περιέγραφε ή ήταν ένα παραμύθι για να κάνω όνειρα κόκκινα.
http://simplemangreek.blogspot.gr/

21 Δεκ 2012

το άνθος του γιαλού


Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.
Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
- Καὶ τί εἶναι;
- Εἶναι...
Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;

Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.
Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.
- Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σὰς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;
Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
- Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
- Ἀκοῦστε νὰ σὰς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιά, τὴν μαννοὺ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σὰς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τους Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».
Α.Παπαδιαμάντης
πηγη

9 Δεκ 2012


Κάποτε το κλειδί ήταν πάντα απ' έξω κι όπως έλεγε ο παλιός του σύντροφος απ' την Καρδίτσα: "...στα σπίτια των φίλων κλωτσάς την πόρτα και μπαίνεις..."

Μόνο που τότε ήταν ακόμα όμορφες οι γειτονιές.
Μοσχομύριζαν τα γιασεμιά και τα γεράνια.
Οι φωνές των ψαράδων και των παλιατζήδων στους δρόμους έκλειναν αλισβερίσια με το χαμόγελο των ίσκιων στο ασβεστωμένο σκαλοπάτι...

Τώρα, τούτη την εποχή όλοι βάζουν συναγερμούς και κάμερες ασφαλείας.
Ψηφίζουν με ευκολία τους κυνηγούς αλλοδαπών, ιδιαίτερα σκουρόχρωμων.
Γίνονται πολλά. Δεν τους νοιάζει που είσαι ηλικιωμένος. Τους ληστεύουν πιο εύκολα.
Αλλά να χτυπάς μέχρι θανάτου γέροντα να του πάρεις την πετσοκομένη σύνταξη, πάει πολύ, πονά αφάνταστα. Σαν να χτυπάς μωρό που δεν περπάτησε ακόμη.....

Άρης Ταστάνης
από το περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ

17 Νοε 2012

Οίνος λεσβίος. Πήλινα αγγεία για το κρασί.





Ουδέν τάλλα εστί προς λέσβιον οίνον.
Τίποτα δεν είναι τα άλλα κρασιά μπροστά στο λεσβιακό κρασί.

Αυτή τη γνώμη είχαν οι αρχαίοι για το κρασί της Λέσβου. Κι αυτό καταγράφεται στο έργο "Δειπνοσοφιστές" του Αθήναιου. Οι Δειπνοσοφιστές είναι ένας πανδέκτης εγκυκλοπαιδικών και άλλων γνώσεων, που καλύπτουν το σύνολο των ανθρώπινων ενδιαφερόντων και εκτείνεται σε 15 τόμους.

Λέγεται ότι αν δεν σωζόταν αυτή η σπουδαιότατη πηγή, η γνώση μας για την αρχαιότητα θα ήταν λειψή.

Ο Αθήναιος (170-230 μ.Χ. περίπου), ήταν γραμματικός - φιλόλογος. Γεννήθηκε στη Ναύκρατη της Αιγύπτου, έζησε στην Αλεξάνδρεια και πέθανε στη Ρώμη. Οι "Δειπνοσοφιστές" είναι το μοναδικό του έργο. Στο έργο αυτό παραθέτει χωρία πλείστων ποιητών και συγγραφέων - αρχαίων και συγχρόνων του - για ποικίλα θέματα. Πολλοί από τους αναφερόμενους δεν μας είναι γνωστοί από καμιά άλλη πηγή και μερικά απ' τα παρατιθέμενα αποσπάσματα είναι τα μοναδικά που διασώζονται.

Τα παραθέματα που ακολουθούν είναι από τον Α' τόμο των "Δειπνοσοφιστών" παρ. 51,52, 54,56,58.

Οι Μυτιληναίοι το γλυκό κρασί τους το λεν "πρόδρομο ή πρότροπο", δηλαδή κρασί που παραγόταν από ώριμα σταφύλια, τα οποία δεν χρειαζόταν να παν σε πατητήρι.

Ο Αντίδοτος, ένας ποιητής κωμωδιών που ήκμασε στα μέσα του 4ου αι. π. Χ. και από τα έργα του σώζονται λίγα αποσπάσματα γράφει:
"Κρασί της Λέσβου,
που το έφτιαξε ο ίδιος ο Μάρωνας, μου φαίνεται".

Και ο Κλέαρχος λέει:
"Από της Λέσβου...
δεν υπάρχει άλλο καλύτερο κρασί να το πιεις".

Επίσης ο Αλεξις (329-286 π.Χ., από τους Θουρίους της νότιας Ιταλίας, ένας από
τους κορυφαίους εκπροσώπους της μέσης αττικής κωμωδίας και θείος του Μενάνδρου, γράφει:
"Με κρασάκια της Θάσου και της Λέσβου
βρέχει το στόμα το υπόλοιπο της μέρας
και τρώει λιανισμένα κρέατα ".

Ο ίδιος Άλεξις, γράφει αλλού:
"Γλυκός είναι ο Βρόμιος (Διόνυσος) που δίνει ατέλεια
σ' όσους φέρνουν εδώ κρασί της Λέσβου.
Όποιος πιαστεί να στέρνει σ' άλλη πόλη
έστω κι ένα ποτήρι, αυτού δημεύεται η περιουσία ".

Ο Έφιππος, ποιητής κωμωδιών του 4ου π.Χ. αιώνα, γράφει:
"Μου αρέσει το πράμνειο κρασί της Λέσβου...
Καλοπίνεται ως το τέλος η Λεσβιακή σταγόνα ".

Για τις ιδιότητες του πράμνειου οίνου γράφει ο Δημήτριος από την Τροιζηνία σε. μια κωμωδία του που την επιγράφει "Θεσμοφοριάζουσες":
 "Δεν θα σ'αφήσω να πιεις πράμνειο κρασί ούτε κάποιο άλλο που θα σου σηκώσει το όργανο ".

Ο Εύβουλος λέει: "Πάρε θασιώτικο ή χιώτικο ή λεσβια.κό παλιό κρασί που μοιάζει νέκταρ".

Και ο Αρχέστρατος, συγγραφέας συμποσίων, γράφει:
"Έπειτα, όταν πάψετε ό,τι είναι αφιερωμένο στο σωτήρα Δία, πρέπει πια να πίνετε κρασί παλιό, που έχει κεφάλι ασπρισμένο πολύ και χαίτη υγρή από λευκά άνθη και έχει παραχθεί από τη θαλασσόζωστη Λέσβο. Επιδοκιμάζω επίσης το βύβλινο κρασί (από την πόλη Βύβλο) από την ιερή Φοινίκη.
Ωστόσο δεν εξισώνω το κρασί αυτό μ' εκείνο.
Διότι αν το γευθείς χωρίς να το συνηθίσεις προηύτερα,
θα σου φανεί πως είναι πιο ευωδιαστό απ'το λεσβιακό,
διότι την οσμή του την διατηρεί για πολύ χρονικό διάστημα.
Όταν όμως το πίνεις είναι πολύ κατώτερο.
Ενώ εκείνο (το λεσβιακό) θα σου φανεί πως δεν έχει τιμή
όμοια μ' άλλο κρασί, αλλά με αμβροσία...
Ξέρω κι από άλλες πόλεις αμπέλια ν' αναφέρω
και να τα παινέψω και δεν ξεχνώ τα ονόματα, τους.
Ωστόσο, τίποτα δεν συγκρίνεται με το κρασί της Λέσβου ".

Σημειωτέον ότι η αμβροσία (από το στερητικό α- και το ουσιαστικό βροτός=θνη-τός) ήταν το φαγητό των θεών, όπως το νέκταρ ήταν το ποτό τους. Ωστόσο μερικοί ποιητής - ανάμεσά τους κι η Σαπφώ - θεωρούν την αμβροσία ποτό: "Της αμβροσίας ο κρατήρας ήταν γεμάτος κι ο Ερμής πήρε την κανάτα να κεράσει τους θεούς".

Μια άλλη σημαντική ιδιότητα του λεσβιακού κρασιού καταγράφει ο Φιλύλλιος, ποιητής της λεγόμενης αρχαίας κωμωδίας:

"Θα σας δώσω κρασί της Λέσβου... ώστε να μη ζαλιστεί κανείς".
 Τέλος ο Αθηναίος διασώζει μια συνταγή του Φαινία του Ερέσιου για την παρασκευή του ανθοσμία οίνου:
"Σε πενήντα μέρη μούστου χύνεται ένα μέρος Θαλασσινού νερού και παρό.γεται ανθοσμίας" Και πάλι:
"Ο ανθοσμίας γίνεται πιο δυνατός, αν παρασκευάζεται από νέα αμπέλια παρά. από παλιά ".
Και στη συνέχεια:
"Πατούν μαζί τα άγουρα με τα ώριμα σταφύλια, τα αποθέτουν στο. δοχεία και παρασκευάζεται ο ανθοσμίας".

Στα συμπόσια ήταν περιζήτητο το λεσβιακό κρασί/Ετσι σε αρχοντικό γαμήλιο συμπόσιο που παρατέθηκε στη Μακεδονία από τον Κάρανο, μετά τα πλούσια, ποικίλα και εκλεκτά εδέσματα, αναφέρει ο Αθήναιος:
"Μας έπιασε πάλι θερμή και ζωηρότερη επιθυμία να πιούμε, αφού είχαμε κρασιά από τη Θάσο, τη Μένδη και τη Λέσβο ".

(Δειπνοσοφ. Δ' παρ. 4).

Ο Μάτρωνας από την Πιτάνη, ποιητής παρωδιών του 4ου π.Χ. αι., περιγράφει, χαριτωμένα έναν αττικό δείπνο:
"Ανακάτευαν τον κρατήρα του Βρόμιου (Διόνυσου) και πίναν κρασί Λεσβιακό ".

(Δειπνοσοφ. Δ' παρ. 13)

Το κρασί ήταν ένα φημισμένο πανάρχαιο προϊόν της Λέσβου. Αιώνες πριν να γίνει το νησί ελαιοπαραγωγό, ήταν οινοπαραγωγό και εξήγε αυτό το εκλεκτό προϊόν στην πλούσια Μακεδονία, στην Αττική, στην Αίγυπτο και. αλλού. Οι πολυάριθμοι αμφορείς που σώζονται στο αρχαιολογικό Μουσείο της Μυτιλήνης, κυρίως για την εξαγωγή του λεσβίου οίνου θα χρησίμευαν. Προφανώς θα ήταν πολύ σημαντική η συμβολή της ιδιοσυστασίας του λεσβιακού εδάφους και το μικροκλίμα του νησιού, για την μοναδική ποιότητα του κρασιού. Αυτοί οι δυο παράγοντες - σε γενικές γραμμές - παραμένουν αναλλοίωτοι ως σήμερα και αποτελούν έναν ξεχωριστό πλούτο για τη Λέσβο.

Παραθέτουμε μια σειρά από φόρμες αγγείων που είχαν σχέση με το κρασί. Ήταν πάντα ζωγραφισμένα με παραστάσεις σχετικές με τον τρύγο, το αμπέλι, το συμπόσιο ή άλλες εμπνευσμένες από τη μυθολογία. Αρκετά τέτοια αγγεία κοσμούν τα δύο αρχαιολογικά μουσεία της Μυτιλήνης, αλλά κυρίως το Εθνικό μας Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα και τα μουσεία όλης της Ελλάδας και όλου του κόσμου.

Τα πήλινα αγγεία των αρχαίων Ελλήνων για το κρασί

Οι αρχαίοι Έλληνες, λάτρεις του κρασιού, διέθεταν μια αξιοζήλευτη ποικιλία πήλινων αγγείων, τα οποία χρησιμοποιούσαν για το σύνολο των αναγκών που σχετίζονταν με τη χρήση αλλά και τη διατήρηση του οίνου. Τα πιο σημαντικά από αυτά τα αγγεία ήταν τα ακόλουθα:

1. Αμφορέας: Ο αμφορέας ήταν ένα αγγείο με δύο χερούλια, στενό λαιμό και διογκωμένη μέση. Υπήρχαν βέβαια αρκετές παραλλαγές του σχήματος αυτού. Τα αγγεία της κατηγορίας αυτής χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση και τη μεταφορά του κρασιού. Είχαν αρκετά μεγάλο μέγεθος, καθώς και μυτερή βάση ("οξυπύθμενοι"), για να τοποθετούνται εύκολα στις ειδικές ξύλινες θήκες των πλοίων που τα μετέφεραν, αλλά και στα δάπεδα των υπόγειων συνήθως αποθηκών και να μένουν όρθια. Μερικοί αμφορείς παρέμεναν αδιακόσμητοι, ενώ κάποιοι άλλοι ήταν διακοσμημένοι με γεωμετρικά σχήματα αλλά και παραστάσεις.

2. Κρατήρας: Ο κρατήρας ήταν ένα από τα πιο απαραίτητα αγγεία για την κατανάλωση του κρασιού από τους αρχαίους Έλληνες, που δεν έπιναν ποτέ το κρασί τους ανέρωτο: χρησίμευε για την ανάμειξη νερού και κρασιού σε αναλογία 1/4, κατά τις ιεροτελεστίες και τα συμπόσια. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η στενή βάση, το φαρδύ σώμα, το ανοιχτό στόμιο και τα δύο χερούλια. Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιούσαν και ένα άλλο αγγείο, μεγάλο, ημισφαιρικό, χωρίς λαβές, που συνήθως το τοποθετούσαν πάνω σε μια ψηλή βάση, το λέβη. Και στο στάμνο όμως, ένα μεγάλο ανοιχτό αγγείο με δύο μικρές οριζόντιες λαβές στο επάνω μέρος του σώματος, μερικές φορές αναμείγνυαν το κρασί με το νερό.

3. Ψυκτήρας: Ο ψυκτήραςήταν ένα αγγείο σε σχήμα μανιταριού, μέσα στο οποίο έβαζαν κρασί και στη συνέχεια το τοποθετούσαν σ' έναν κρατήρα που περιείχε κρύο νερό ή χιόνι/Ετσι πετύχαιναν την ψύξη του κρασιού.

4. Κύλικα: Η κύλικα ήταν το βασικό κρασοπότηρο των αρχαίων και χρησιμοποιούνταν κυρίως στα συμπόσια/Ηταν κυκλικού σχήματος, με σχετικά μεγάλη διάμετρο σε σχέση με το βάθος της. Οι κύλικες ήταν συνήθως διακοσμημένες με παραστάσεις και έτσι πολλές φορές οι πιο ευκατάστατοι πολίτες παράγγελναν από τους κεραμείς και τους αγγειογράφους κύλικες με συγκεκριμένες παραστάσεις.

5. Σκύφος: Ο σκύφος ήταν ένα μικρό σχετικά κύπελλο με δύο οριζόντιες λαβές. Αποτελούσε μάλλον το καθημερινό αγγείο κατανάλωσης κρασιού για τους αρχαίους. Παρόμοιο σχήμα είχε και η κοτύλη, που χρησίμευε επίσης για τη μέτρηση του κρασιού στο εμπόριο.

6. Κάνθαρος: Ο κάνθαρος ήταν ένα είδος ποτηριού, που το σχήμα του έμοιαζε με τα σημερινά φλιτζάνια του τσαγιού αλλά με δύο λαβές που βρίσκονταν διαμετρικά αντίθετα. Ήταν το χαρακτηριστικό κρασοπότηρο του Διονύσου και συχνά του Ηρακλή, όπως φαίνεται σε διάφορες παραστάσεις.

7. Οινοχόη: Η οινοχόη έμοιαζε πολύ στο σχήμα με τη σημερινή κανάτα. Είχε επίσης παρόμοια χρήση: ήταν το βασικό αγγείο άντλησης κρασιού από τους κρατήρες, με το οποίο στη συνέχεια γέμιζαν τα κρασοπότηρα. Γι' αυτό φρόντιζε στα μεγαλύτερα συμπόσια ένας οινοχόος.

8. Κύανθος: Ο κύανθος ήταν ένα μικρό αγγείο, που χρησίμευε στα συμπόσια για τη μεταφορά του κρασιού από τον κρατήρα στα ποτήρια. Είχε μια μακριά κάθετα λαβή για να φθάνει στο βάθος του κρατήρα.
Βασιλική Γρ. Κουρβανιού Φιλόλογος
ΑΙΟΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
ΤΟΜΟΣ ΙΓ'



8 Νοε 2012

Το άνθος της Σχοινούσας....


Ο Νίκος Οικονομίδης έρχεται από τη Σχοινούσα λουσμένος με το δροσερό αεράκι του Αιγαίου και τις ουράνιες μελωδίες που τριγυρνούν σαν ξωτικά από κύμα σε κύμα, από βράχο σε βράχο κι από σπίτι σε σπίτι, εξαγνίζοντας τις ψυχές και συντηρώντας την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος. Ο Οικονομίδης με την παρουσία του αποδεικνύει έμπρακτα ότι το δημοτικό τραγούδι είναι ζωντανό, ότι ανανεώνεται και ότι εκφράζει τους νέους που δεν έχουν ακόμα υποκύψει στην κακογουστιά και την τυποποίηση (...)"

"(...) Η ελληνική λαϊκή μουσική χρωστάει πολλά στους μουσικούς της. Ιδιαίτερα στους δεξιοτέχνες μουσικούς που με τη χάρη και το ταλέντο τους, από γενιά σε γενιά, καταγράφουν και εμπλουτίζουν αυτό το θησαυρό, φύλακες- άγγελοι ενός μοναδικού πολιτισμού που συνδυάζει θαυματουργά την σταθερή ουσία της παράδοσης με την ελευθερία του αυτοσχεδιασμού.


 Τόσο μικρά νησιά και τόσο μεγάλη μουσική παράδοση;
Δεν είναι θέμα μεγάλης μουσικής παράδοσης, είναι θέμα πραγματικής και αυθεντικής μουσικής. Εκεί δηλαδή ο κόσμος δεν άκουγε κάτι που ερχόταν απ'έξω και παιζόταν με μηχανικό μέσο, απλά για να περάσει την ώρα του. Βίωνε τη μουσική, συμμετείχε στα μουσικά δρώμενα και τη διαμόρφωνε σκόμα και ο ίδιος. Την ώρα που έπαιζαν οι μουσικοί, όλοι μα όλοι, έκαναν διάλογο μεταξύ τους. Έλεγαν μαντινάδες, καινούρια παινέματα, κλπ. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν μέρη στα οποία διατηρείται αυτή η παράδοση, η οποία έχει μέσα της τη δύναμη της αυθεντικότητας και βασίζεται στη δημιουργία της στιγμής. Τέτοιες στιγμές ήταν πολλές τότε!
 Τίποτε δε γινόταν από υποχρέωση και ο κόσμος περίμενε με λαχτάρα να ακούσει τη μουσική και να χορέψει. Γνώριζαν τους σκοπούς τους και ήξεραν πως ήθελαν να τους ακούσουν. Με βάση το πρωτόλειο δημιουργούσαν ο καθένας τη δική του κάθε φορά διαφορετική ιστορία. Η μουσική "αυτή" μιλάει στα κύτταρα του ανθρώπου, δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά. Δεν ήταν η μουσική του αυτιού, ήταν μουσική της καρδιάς. Ακόμη και η υψηλή τέχνη που προκύπτει από το συνδυασμό μουσικής από ανθρώπους και κομπιούτερ, ή από μια τεράστια ορχήστρα, δεν προκαλεί αυτό το προσωπικό κέντρισμα, που δημιουργεί αυτή η μουσική. Έπαιζε ο μουσικός βιολί και σε χτυπούσε μες την καρδιά, κατευθείαν. Αυτό εγώ ακόμα το συναντώ σε κάποια μικρά νησιά.


Ποιό θεωρείς το μεγαλύτερο μειονέκτημα και πλεονέκτημά σου;
Το μεγαλύτερο μοιονέκτημα και το μεγαλύτερό μου πλεονέκτημα είναι ότι έχω τον κώδικα της μουσικής που παίζω. Έχοντας καλά αυτόν τον κώδικα έχω εγκλωβιστεί μέσα σ'αυτόν.
www.oikonomidis.g

δείτε το και απολαύστε τον ζωντανό πολιτισμό του Αιγαίου!!

6 Νοε 2012

Φώτης Κόντογλου: τὸ ἀγριολούλουδο ποὺ κρύβεται στὴν πέτρα


Μία ἀπὸ τοῦτες τὶς ἡμέρες βρέθηκα σ᾿ ἕνα βουνὸ πυκνοδασωμένο καὶ μοσχοβολημένο, καὶ σὰν νὰ ξαναγεννήθηκα. Περπατοῦσα σ᾿ ἕνα ἔρημο μονοπάτι, κι ἀνάσαινα τὸ δροσερὸ ἀεράκι ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὶς ραχοῦλες, μακρυὰ ἀπὸ τὴν πνικτικὴ βρόμα τῆς ἀλεποφωλιᾶς ποὺ τὴν λένε πολιτεία, καὶ ποὺ βγάζει μέσα της κάθε λογῆς κακία, πονηριὰ καὶ ἀσχήμια, μ᾿ ὅλα τὰ ψεύτικα στολίδια ποὺ στολίσανε τὴν πόρνη οἱ ἐραστές της.

Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, βλέπω νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ δάσος μία μικροκαμωμένη γυναίκα, μ᾿ ἕνα σακκὶ στὸν ὦμο. Ἤτανε ξυπόλυτη, μ᾿ ἕνα τσεμπέρι καὶ κρατοῦσε στὸ χέρι τῆς ραβδί. Σὰν ἦρθε κοντά μου μὲ χαιρέτησε μ᾿ ἕναν ἔμορφον χαιρετισμό. Τὸ πρόσωπό της ἤτανε πολὺ ἐκφραστικὸ καὶ συμπαθητικό, ἀλλοιώτικο ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ βλέπουμε στὴν πολιτεία, ποὺ εἶναι γεμάτα ἀφηρημάδα, ἀδιαφορία, ἀνέκφραστες μάσκες. Μὲ κοίταζε μὲ προσοχὴ σὰν μιλοῦσε καὶ μὲ περισσότερη προσοχὴ μ᾿ ἄκουγε ὅταν τῆς ἀπαντοῦσα. Ἡ ὄψη της ἤτανε βασανισμένη, μὰ γεμάτη ἀξιοπρέπεια, ἁπλότητα καὶ σεμνότητα
. Τὸ μικρὸ πρόσωπό της ἤτανε ψημένο ἀπὸ τὸν ἀγέρα καὶ τὸν ἥλιο. Τὰ μάτια της ἤτανε τόσο ἐκφραστικὰ καὶ ἡ ὁμιλία της τόσο σπουδαία, ἀπονήρευτη καὶ συμπαθητική, ποὺ τραβοῦσε τὸν ἄνθρωπο σὰν μαγνήτης. Τὸ σῶμα της ἤτανε κοκκαλιάρικο καὶ πολὺ σβέλτο, καὶ μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε κακοντυμένη καὶ ξυπόλυτη, εἶχε ἐπάνω της κάποιο ἀνεξήγητο μεγαλεῖο, τόσο ποὺ ν᾿ ἀπορεῖ κανεὶς καὶ νὰ συλλογίζεται γιατὶ δὲν βρίσκονται πιὰ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας.

Μοῦ μίλησε γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ τὰ φύλαγε ὁ γιός της καὶ ἐκείνη ἡ ἴδια, μοῦ μίλησε γιὰ τὰ βάσανα ποὺ τραβᾶνε μὲ τοὺς βαρειοὺς χειμῶνες καὶ γιὰ κάποιους «ἐπίσημους ἀνθρώπους» ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μὲ συνοδεία καὶ ποὺ τοὺς φοβερίζουνε πὼς θὰ πάρουνε τὶς βοσκὲς καὶ ποὺ λένε πὼς δὲν χρειάζονται τὰ πρόβατα καὶ πὼς θὰ τὰ διώξουνε, ἐπειδὴ στὰ βουνὰ κάνουνε περίπατο οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ ξένα μέρη, καὶ ποὺ δὲν θέλουνε νὰ βλέπουνε πρόβατα ποὺ κοπρίζουνε, μηδὲ γιδερά, ἀλλὰ μοναχὰ δένδρα. «Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγία» μοῦ λέγει. Ἡ κοπριὰ ποὺ κάνουνε τὰ πρόβατα, μοσχοβολᾶ. Ἡ δική μας κοπριὰ βρωμᾶ, ἡ ἀνθρώπινη. Ἐμένα ὁ παππούς μου κι ὁ προπάππους μου, ὁ πατέρας μου κι ὁ ἄνδρας μου κι ὅλοι οἱ συγγενεῖς μου, αὐτὴ τὴν δουλειὰ κάνανε, μὲ τὰ ζωντανὰ ζούσανε. Ἄ! τὸ γάλα καὶ τὸ μαλλὶ τὸ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀθήνα! Τὰ κακόμοιρα πρόβατα δὲν θέλουνε!

Ἀκουμπισμένη στὸ ραβδί, μὲ κοίταζε σὰν νὰ μὲ ἤξερε ἀπὸ χρόνια. Ἤτανε σὰν τὸ ἀγριολούλουδο ποὺ κρύβεται ντροπαλὰ κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα. Καὶ οἱ σοφοὶ καὶ ἐπίσημοι ἀπὸ τὴν Ἀθήνα δὲν θέλουνε νὰ βλέπουνε μήτε πρόβατα μήτε τσοπάνηδες! Γιατί ἄραγε νὰ βρίσκονται ΠΑΝΤΑ ὑπὸ διωγμὸ οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ καθαροὶ ἄνθρωποι; Αὐτοὺς ποὺ δὲν πειράζουνε κανένα, γιατί τοὺς πειράζουν ὅλοι; Γιατί νὰ κινδυνεύουνε νὰ ἐξοντωθοῦνε οἱ ἁπλοὶ καὶ ἄβλαβοι ἄνθρωποι;

πηγη

26 Οκτ 2012

Η μοναδική φωτογραφία του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


[...Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ' τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβύσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό;Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ' εκείνους που θα 'ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ό αγνός αυτός χριστιανός, με τη ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. "Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα" ήταν η άρνηση του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συγχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.

Με τί δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να "ποζάρει" είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.

Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει - ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος - να μιλεί γαλλικά:

"Nous excitons la curiosite du public".

Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του... Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, πού ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η "περιέργεια" του. Κι' αυτή ήταν η διαπόμπευση του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος,

Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια - στο τέλος του μαρτυρίου του.

Μήπως δεν ήταν, στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων.

Και συλλογίζομαι τώρα τις εκατοντάδες των Γάλλων προσκυνητών της εταιρείας Μπυντέ, και των δικών μας του "Οδοιπορικού Συνδέσμου" , που πέρασαν το κατώφλι του ταπεινού του ερημητηρίου, όπου πλανάται τώρα η σκιά του στα γνώριμα καί αγαπητά της κατατόπια της ζωής του και της εργασίας του. Συλλογίζομαι την παράταξη των ναυτικών αγημάτων, που παρουσίασαν όπλα μπροστά στο μνημείο του. Συλλογίζομαι τις στολές, τα ξίφη, τις χρυσές επωμίδες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο του νησιού του, για τη δόξα του. Συλλογίζομαι τους λόγους των επισήμων, τους εθνικούς ύμνους, τα στεφάνια της δάφνης, τις πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, που έπλεξαν με ήχους και χρωματα το εγκώμιο του. Συλλογίζομαι όλα αυτό το δοξαστικό πανηγύρι, και η σκέψη μου πετάει στο «Κοινόν» του ερημικού καφενείου της Δεξαμενής "ένα γκαρσόνι, ένας γεροντάκος, δυο λουστράκια" που ανησυχούσε, τη μακρυνή εκείνη μέρα ο μακαρίτης μήπως "ερεθίση την περιέργεια των". Τι ανησυχία θα είχε νοιώσει τώρα, στα βάθη του ταπεινού τάφου όπου "αναπαύεται εν Χριστώ" ο χριστιανός ποιητής των ταπεινών, από το δοξαστικό αυτό θόρυβο; Καί πόσο θα βιαζότανε πάλι να τελειώσει; Αν σάλεψαν, από μυστικές αύρες, αυτή τη στιγμή, τα κυπαρίσσια του τάφου του, ένας στεναγμός θα βγήκε από το θρόισμα τους. Ένας ήχος, που θα ξαναψιθύριζε τα παλιά του εκείνα ανήσυχα και τόσο συμπαθητικά λόγια, σε μία γλώσσα που την εννοούσαν τώρα, γιατί ήταν δική τους , οι ευλαβητικοί προσκυνητές του της γαλλικής γης:

" Nous excitons la curiosite du public". ]

Παύλος Νιρβάνας