26 Απρ 2010

Η φοινικιά του Βωσσάκου

  Η Φοινικιά του Βωσσάκου ήταν ψηλή και λυγερή, κόρη πανέμορφη, στολίδι ξεχωριστό στην όμορφη αυτή περιοχή της ιστορικής Μονής.
  Ξεχώριζε αμέσως η καλλονή τούτη στο μάτι του προσκυνητή. Πράγμα περίεργο, βέβαια, ήταν οτι όσο ψήλωνε και όσο γερνούσε, τόσο ομορφότερη γινόταν. Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν έμαθα πόσο χρονών ήταν, μα είναι σχεδόν βέβαιο, οτι κάτι αιώνες θα κουβαλούσε στην πλάτη της. Έτσι όλα γύρω της τα στοιχειά της φύσης αυτή ρωτούσαν, αυτή συμβουλευόταν για κάθε πρόβλημα. Και αυτή με την πραότητα και τη σοφία που της είχαν χαρίσει οι αιώνες, προσπαθούσε να είναι δίκαιη και να δίνει λύσεις σωστές. Έτσι όλα κυλούσαν ήμερα στην περιοχή του Βωσσάκου.
  Η φοινικιά γνώριζε πολύ καλά, οτι όλα αυτά τα χρόνια είχε και τα καθήκοντα του φύλακα της μεγάλης της αδελφής, της Μονής του Βωσσάκου, που δίπλα της είχε στεριώσει. Είχε πολλά παθωμένα η Μονή του Βωσσάκου, όμως παρόλα όσα της είχαν ξώσει στεκόταν ακόμα.
  Ήταν αδιανόητο για όποιον ερχόταν εδω για πρώτη φορά να μη θαυμάσει τις δυο αδελφάδες, πόσο αρμονικά συζούσαν σ' αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Η ειρήνη και η γαλήνη ήσαν τα πρώτα κεράσματα που απλόχερα προσφέρανε σε όποια ψυχή είχε την τύχη να πετάξει εως εδώ. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι προσκυνητές, περιηγητές δεν πέρασαν απο δω. Ορισμένοι μάλιστα τόσο εντυπωσιάστηκαν απο τη φιλοξενία της φοινικιάς και της μονής που έγραψαν γι' αυτό στα χαρτιά τους. Είχε βλέπεις και η Ιστορία να πει ένα καλό λόγο.
  Δεν πάνε πολλά χρόνια που καθισμένος στα πόδια της φοινικιάς θαύμαζα την άλλη αδελφή, την Μονή, και προσπαθούσα μέσα απο τη σιωπή του τοπίου να αποκρυπτογραφήσω τα μυστικά της. Μάταια όμως. Ήξερε να κρατεί καλά φυλαμένα τα μυστικά της. Μονάχα τα ' ρειπωμένα κελιά, οι επιγραφές πέρα πόδε, πάνω σε παλαιινά ντουβάρια και η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού 'μολογούσαν κάπως το ιστορικό της


  Μα να πούρθε πάλι ο καιρός η Μονή η παντέρμη να βρει πάλι συντροφιά, να ξαναζωντανέψει ο ασκητικός τούτος τόπος, ο αγιασμένος. Να πούρθε πάλι ο καιρός να ακουστεί πάλι το "ευλογητός", μπροστά στην ωραία πύλη, να ηχήσουν τα σήμαντρα και οι καμπάνες χαρμόσυνα. Έβγαλε απόφαση ο Δεσπότης του Ρεθύμνου, ένας μοναχός να' ρθει να διακονεύει τη Μονή. Έφεραν και μαστόρους να φτιάξουν και να συμμαζέψουν ορισμένα κτίρια, μια μικρή κουζίνα, κανα δυό κελιά, τ'αρχονταρίκι, την αυλή. Φύτεψαν και λουλούδια, καντιφέδες, δυόσμο και βασιλικό, έτσι που να μπορεί κανείς να ξωμείνει, να κοιμηθεί και να ξυπνήσει στην αγκαλιά της Μονής, να νοιώσει τη ζέστα της, να της ξομολογηθεί, να ξαλαφρώσει μπροστά στον Χριστό και την Παναγία, μπροστά στον βασιλικό και τον δυόσμο, μπροστά στις πέτρες και τα μεσοδόκια, τα πεσμένα κατάχαμα, ν'αποθέσει τα βάσανα της ζωής.
  Χάρηκε η φοινικιά μ' όλα αυτά που έβλεπε. Τόσα και τόσα χρόνια γι'αυτό παρακαλούσε να βρει η ταλαίπωρη αδελφή της μια συντροφιά. Και να τώρα που άκουσε τα παρακάλια της ο Θεός-έχει ο Θεός, είδες, μονολόγησε- καιρός ήταν, αρκετά τράβηξες καλή μου, αρκετά πια. Να τώρα θα αρραβωνιαστής, θα κάμεις οικογένεια και η αγάπη του Χριστού θα πλημμυρίσει ξανά τσ' αυλές σου. Αχ, καλή μου, πόσο σε χαίρομαι!
 Ναναι βλογημένο, απάντησε σκεπτική η Μονή, νάναι βλογημένο. Εγώ είμαι μεγαλύτερη αδελφή μου. Σε θυμάμαι απο μικρή να μπερδεύεσαι στα πόδια μου, όμως σ'αγαπώ, γιατί μου στάθηκες, ποτέ σου δεν λιγοψύχησες στις δύσκολες μας στιγμές, γι'αυτό σ'αγαπώ να το ξέρεις!
  Η φοινικιά λύγισε στοργικά πάνω απ' την αδελφή της, ήταν τόσο κουρασμένη, μα ένιωθε ευτυχισμένη. Πράγματι ποτέ της δεν φοβήθηκε μήτε τους Βενετούς, μήτε τους Τούρκους που σφάξαν σαν τ'αρνιά τους Μοναχούς της Μονής. Θυμάται ακόμα πως την ξανοίγαν, καθώς τους έσερναν δεμένους στον τόπο της εκτέλεσης. Ηξερε οτι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους σώσει, αποτύπωσε όμως στη μνήμη της γερά ένα προς ένα τα ονόματα τους και κάθε που'ρχόταν ο φίλος της ο ζέφυρος τα'στελνε  για μνημόσυνο στον ουρανό.
  Ο Ζέφυρος και ο Λεβάντες ήταν οι πιο καλοί της φίλοι. Χρόνια τώρα κι οι δυό ερωτοτροπούσαν μαζί της, μ'αυτή άλλαζε την κουβέντα και το γύριζε στη φιλοσοφία. Θυμάται πως κάποτε τους είχε ρωτήξει να της πουν, ποιός και πότε θα την έπαιρνε στην αιωνιότητα.
 -Δεν θάμαστε εμείς, απάντησαν κι δυό μ'ένα στόμα.
 -Τότε ποιός, ρώτηξε μ' αγωνία η Φοινικια
 -Ο Αηστράτηγος μας, θα τον γνωρίσεις απ'τη ρομφαία του. Είναι ο πιο δυνατός αυτός, είναι ορισμένος να δίνει τέλος σ'όλα τα ζωντανά τσι γης, ανταπάντησαν τ'αερικά. Απο τότε η Φοινικά έγινε πιο σκεπτική και πιο μετρημένη στα λόγια της. Δεν ξέρω, μα όταν την ξάνοιγες, θαρρούσες πως προσευχόταν. Η μέρα που η Μονή θ'αρραβωνιαζόταν σίμωνε και έπρεπε νά'ναι έτοιμη.


  Πρωί πρωί τσι μεγάλης μέρας σήμαναν οι καμπάνες για τον Όρθρο, μετά απο λίγο έφτασε και ο Δεσπότης απ'την πόλη, η αυλή γιόμισε προσκυνητές, οι ψαλμωδίες και το θυμίαμα απλώθηκαν ως τσι γύρω πλαγιές, μοσκοβόλησε ο τόπος.
 -Σα θάμα μου φαίνεται, μονολόγησε ξανά η Φοινικά , και κοίταξε γύρω γύρω να δει, χαίροταν όλοι; Μπας κι ήταν κάποιος μανισμένος, να τον βάλει στη θέση του.
  Οι γριές χαρουπιές, οι μυρτιές, τα κυπαρίσσα, οι πρίνοι, όλοι φορούσαν τα καλά τους, ακόμα κι οι πέτρες και το χώμα! Το'χαν συμφωνησει μυστικά απ' την προηγούμενη μη και στεναχωρήσουν τσ' αδελφάδες, όμως αυτοί που πραγματικά έλαμπαν ήταν οι ορθοστάτες όγκοι των ορέων. Γίγαντες πραγματικοί, ακούραστα έκρυβαν αιώνες τώρα απ'τα αδιάκριτα βλέμματα τσι μονιασμένες αδελφάδες του Βωσσάκου, και νάτους τώρα που τσιμογελούσαν οι ανοιχτομάτηδες κάτω απ' τσ' αχτίδες του Ήλιου του βιγλάτορα. Έλειπε αυτός απο γιορτή; Αλοίμονο. Τρύπωνε αδιάκριτα τσ'αχτίδες του στο Ιερό και στο ψαλτήρι να θωρούνε καλά οι παπάδες και ψαλτάδες. Αυτός θα φώτιζε όλη τη στέψη κι ας λέγαν οτι θέλουν οι υπόλοιποι.
  Δάκρυσε η φοινικά, τινάχτηκε γρήγορα γρήγορα ολόρθη, χτένισε τα μακριά της φύλλα, έπρεπε νά'ναι όσο πιο όμορφη γινόταν. Η αδελφή της αρραβωνιαζόταν.
  Ο καιρός πέρασε και η Μονή, αρραβωνιασμένη πιά, νοικοκυρεύτηκε, έγινε πιο όμορφη. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, η φοινικιά είχε γίνει ακόμα πιο σιωπηλή. Ένιωθε πως πλησίαζε ο καιρός της.Τό ένιωθε , ο Θεός το το ξέρει, πως ο σκοπός που ο Κύριος την είχε φυτέψει εδώ να συντροφεύει την αδελφή της είχε τελέψει, η μονή του Βωσσάκου ήταν πια σε χέρια σίγουρα. Έπρεπε και αυτή να ξεκουραστεί
  Τα Χριστούγεννα ήρθαν και μαζί με τον νεογέννητο Χριστό ξεπρόβαλαν και τα στοιχειά της φύσης να διαλαλήσουν το χαρμόσυνο γεγονός. Που να σταθεί άνθρωπος, έτσι όπως έκαναν τα ξεκουζουλαμένα! Πανηγύρι τρελό είχαν στήσει βροχή και αέρηδες, λες και χόρευαν. Ξάφνου ένας φοβερός κρότος μας ανέλωσε. Νομίσαμε οτι ήταν σεισμός, τρέξαμε όξω να δούμε ήντα συμβαίνει. Κοιτώντας προς τη μεριά που ξεπρόβελνε η φοινικιά μας έπιασε ταραχή. Δεν την θωρούσαμε πιά.
 Είχε περάσει ο Αηστράτηγος με τη ρομφαία του. Η φοινικά του Βωσσάκου κοιτόταν νεκρή, πεσμένη στην αγκαλιά τσ' αδελφής της, μέσα στον ανελέητο χορό των αερικών. Θαρώ πως ακούσαμε ένα μοιρολόι, το παράπονο τσ' αδελφής της. Έτσι τουλάχιστον μου επιβεβαίωσαν και οι υπόλοιποι γύρω μου, οτι το άκουσαν.
  Γυρίσαμε όλοι θλιμμένοι στο αναμμένο τζάκι της κουζίνας να πυρωθούμε. Όξω το κρύο ήταν τσουχτερό, όμως καθώς έφευγα με την ψυχή γιομάτη λύπη, μια κίνηση τράβηξε την προσοχή μου. Δύο-τρία φύλλα μιας μικρούλας φοινικιάς χάιδευαν απαλά, μα γιομάτα ζωή, το πεσμένο κορμί της μάνας της, της φοινικιάς του Βωσσάκου....
Χαρ.Σαλούστρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου