11 Ιουν 2012

Το παιδί

Ετοιμάζεις την εργασία σου, τη δοκιμασία σου, τη δουλειά σου. Συναντάς υπεύθυνους, συνεργάτες και όλους αυτούς από τους οποίους θα εξαρτηθεί η έκβασή της.

Έρχονται. Αρχίζουν: « Πιθανόν, δύσκολα, οι συνθήκες, ο χώρος, ο χρόνος, η εποχή, η στιγμή, τα χρήματα, ο τόπος, ο τόκος, οι άνθρωποι, οι τουαλέτες, τα καμαρίνια, η υλικοτεχνική υποδομή, η ασφάλεια, η …, η …., η ….». Η καταστροφή. Η συντέλεια του κόσμου. «Αδύνατον. Δεν γίνεται τίποτα. Υπάρχει η καλή διάθεση, αλλά ….».

Και ξαφνικά από το πουθενά εμφανίζεται ο άνθρωπος. Ένα παιδί, ένας απλός ηλεκτρολόγος, ένας εργάτης, ένας οδηγός, ένας σερβιτόρος. Μαζί με τους καφέδες, στο δίσκο επάνω, φέρνει και τη λύση. Την πιο απλή. Την πιο απλή του κόσμου.

Άναυδοι όλοι. Πού βρέθηκε αυτός και τους χαλάει έτσι με τη μια, την άρνησή τους, τη ζωή τους την ίδια; Από πού ξεφύτρωσε αυτό το χαμόγελο, αυτή η χλωρασιά, αυτό το μάτι, αυτή η χούφτα η ζεστή, αυτό το ναι, αυτή η κατάφαση; Τι καθρέφτης είναι αυτός;

Έντρομοι, έξαλλοι, σκύβουν, κρύβουν το πρόσωπό τους. Πώς τους ξεσκέπασε έτσι ένα ναι; Ποιος είναι αυτός με το ποδήλατο που έρχεται πάντα την τελευταία στιγμή και τους χαλάει την αυτάρεσκη ανημπόρια τους; Θεέ και Κύριε! Πώς τον άφησαν, πώς τους ξέφυγε αυτός; Αλλά δεν τον μέτρησαν, δεν τον υπολόγισαν, δεν τον είχαν ικανό για τίποτα.

Πόσα δεν οφείλουμε σ’ αυτά τα παιδιά, που ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα, που έτρεξαν μπροστά κι όταν ρώτησες, πού είναι αυτό, πού είναι εκείνο, σου άνοιξαν δρόμο, πόρτα, ουρανό, ποταμό, αγκάλη, ακρογιάλι, με τον απλούστερο τρόπο.

Κι όταν εσύ ανέβηκες, έφτασες εκεί που σχεδίαζες, εκεί που ήθελες να πας, πριν προλάβεις καν να πεις ευχαριστώ, είχαν εξαφανιστεί σαν τον αρχάγγελο του Ευαγγελισμού.

Τι διαφορά με τους ξινούς, τους ματαιωμένους, τους «ναι μεν, αλλά …» και «ανάθεμα την ώρα», μ’ αυτούς που όταν προχωρήσει επιτέλους η δουλειά, εμφανίζονται τρέχοντας, φορώντας  το ρούχο του: «είδες τι καλά που τα κάναμε, τι ωραία που τα προχωρήσαμε; Ευτυχώς που ήμασταν κι εμείς».

-Ευτυχώς. Αν δεν ήσασταν κι εσείς…

Βλέπεις έκπληκτος, ότι το πιστεύουν, συγκινούνται. Δακρύζουν.

Πιστεύουν σ΄ εσένα. Όλα για σένα τα έκαναν. Κι αν τους ξαναχρειαστείς, εκεί θα είναι, πάντα στο πλάι σου.

-Τι να πεις. Τι να πεις, Θεέ μου, στους μονίμως εμποδίζοντες, στους επαγγελματίες του τίποτα και του καθόλου.

Γι’ αυτούς, τίποτα.

Για τ’ άλλα τα παιδιά όμως, που δεν έχουν ούτε όνομα ούτε επίθετο-κυρίως- ούτε τηλέφωνο, ποιος θα αναλάβει να τα καλέσει στη μεγάλη γιορτή, στο πανηγύρι, στην πρεμιέρα, στα χειροκροτήματα, στις υποκλίσεις; Ποιος θα βρει  τηλέφωνα, αριθμούς και διευθύνσεις;

Αλλά σιγά μην έρχονταν. Να κάνουν τι. Με ποιούς και γιατί. Η δουλειά τους είναι αλλού. Το ξέρουν κι ας μην το λένε, ας μην έχουν τα λόγια να το πουν. Δεν έχουν καινούρια παπούτσια.

Τα έχουν σκονίσει, στραβοπατήσει, ξεχειλώσει, ξεσκίσει, ξεπατώσει, λασπώσει, λιώσει, για τους άλλους.

Κι αν κάποιος  από εμάς, είχε τη φαεινή ιδέα να τους αγοράσει καινούρια παπούτσια, δεν θα ήξερε, ούτε το νούμερό τους, ούτε το γούστο τους.

Αυτοί γουστάρουνε παπούτσια δετά, τριζάτα- σταράτα- στέρεα, που γνωρίζουν από ανηφοριές, κακοτοπιές, λάσπες και χώματα.

του Θοδωρή Γκόνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου