10 Ιαν 2010

ψαραντώνης

Ο Ψαραντώνης (Αντώνης Ξυλούρης) είναι ένας από τους πιο γνωστούς κρητικούς λυράρηδες. Γεννήθηκε το 1942 στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου Κρήτης και είναι αδελφός του Νίκου Ξυλούρη και του Γιάννη Ξυλούρη.
Ο ίδιος είναι μια ξεχωριστή μορφή της κρητικής μουσικής, διαθέτει μία φωνή με ιδιαίτερη χροιά, και προσωπικό ύφος στο παίξιμο της λύρας και των άλλων παραδοσιακών οργάνων. Η βαθιά γνώση και η ανησυχία που τον διακρίνει για την παράδοση, τον χαρακτηρίζει ως πανάρχαιο και ταυτόχρονα νέο.

Έμαθε μουσική δίπλα στο μεγαλύτερο αδελφό του τον Νίκο από πολύ μικρός. Τη λύρα την έμαθε μόνος του και για πρώτη φορά έπαιξε σε γάμο σε ηλικία 13 ετών και πολύ γρήγορα απέκτησε φήμη παίζοντας σε γιορτές και πανηγύρια σε διάφορα μέρη και χωριά της Κρήτης. Το 1964 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών. Μέχρι σήμερα έχει εκπροσωπήσει πολλές φορές την Ελλάδα σε φεστιβάλ του εξωτερικού.

Πρώτη φορά πήρε μέρος σε φεστιβάλ το 1982 στην Κολωνία της Δυτικής Γερμανίας σε διοργάνωση του τηλεοπτικού καναλιού WDR. Το 1984 έπαιξε στο Βερολίνο, στις εκδηλώσεις για τα 750 χρόνια από την ίδρυση της πόλης και σε πολλά ακόμα φεστιβάλ και συναυλίες. Τον Ιούνιο του 1999 πάλι ως εκπρόσωπος της Ελλάδας, στο φεστιβάλ Η Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων στο Martigny της Ελβετίας κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές. Ο γνωστός Αυστραλός τραγουδοποιός Νικ Κέιβ κάλεσε τον Ψαραντώνη στο μεγάλο αυστραλιανό μουσικό φεστιβάλ All Tomorrow's Parties που διοργανώνεται τον Ιανουάριο του 2009. Πρώτη εμφάνιση του Ψαραντώνη είναι το Σάββατο 10 Ιανουαρίου σε αμφιθέατρο της Βικτώριας. Δεύτερη εμφάνισή του θα είναι στο Penrith του Σίδνεϊ την Παρασκευή 16 Ιανουαρίου. Την επομένη, Σάββατο 17 Ιανουαρίου, θα δώσει συναυλία στο Σίδνεϊ. Θα ακολουθήσει εμφάνισή του και στη Μελβούρνη. Μαζί με το Ψαραντώνη θα εμφανίζεται και ο γιος του Γιώργος Ξυλούρης, ο οποίος παλαιότερα ήταν κάτοικος Μελβούρνης και είχε συνεργαστεί με το συγκρότημα του Νικ Κέιβ.


http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A8%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82

Γιώργος Μπάτης


Ο Γιώργος  Αμπάτης ή Μπάτης , ψευδώνυμο  του  Γιώργου Τσωρού,  γεννήθηκε στα Μέθενα - στη Μούσκα - το 1886. Οταν ήταν οκτώ ετών η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά. Πήρε το ψευδώνυμο  Αμπάτης ή Μπάτης γιατί  οι πρόγονοί του   είχαν συγγενέψει με τον Κεφαλλονίτη  ταγματάρχη  Ιωσήφ  Αμπάτη  που ήταν  στο στρατό του  στρατηγού Φαβιέρου  ο οποίος στα 1826  έφτιαξε  κάστρο στο στενό  των Μεθάνων . Στον ταγματάρχη αυτό το  Ελληνικό Κράτος,  μετά την απελευθέρωση,   είχε  δωρίσει μια μεγάλη έκταση γης στην  Καλλονή  για την προσφορά του  προς το Εθνος. Ο Ιωσήφ Αμπάτης  έμεινε  μόνιμα στην Ελλάδα  και   έφτασε μέχρι   το βαθμό του συνταγματάρχη. Αναφέρεται  ότι ο  αγωνιστής αυτός είχε έρθει από το Βονιφάτιο της Κορσικής, και γι  αυτό είχε ονομαστεί Φιλέλληνας. Εθεωρείτο δε ευγενούς καταγωγής, γι αυτό και ο  Μπάτης έκανε  ψευδώνυμό του το Αμπάτης, που  για λόγους ευκολίας προφοράς κατέληξε σε Μπάτης.
      Ο Γιώργος  Μπάτης ή Αμπάτης ( Τσωρός),  χωρίς κανένας από τους δικούς του να είναι μουσικός, χωρίς να έχει κανέναν   να τον σπρώξει στο τραγούδι, έγινε μουσικός.
      Στο σπίτι του διατηρούσε μια μεγάλη συλλογή από λαϊκά  και ρεμπέτικα όργανα. Είχε πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία-λατέρνα.
       Στα  μέσα της δεκαετίας του 1920 άνοιξε το χοροδιδασκαλείο του " Κάρμεν¨.
      Στα 1931 άνοιξε έναν  καφενέ, το "Ζώρζ Μπατέ", στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη ( Ακτή Τζελέπη) που έμελλε  να γίνει λίκνο του λαϊκού μας τραγουδιού.
      Η  αγάπη του για το μπουζούκι κάνει τον καφενέ του στέκι όλων των μπουζουξήδων    και των ρεμπέτηδων της   εποχής. Εκεί σύχναζαν ο Βαμβακάρης, ο Στράτος, ο Δεληάς, ο Κερομύτης, Ο Μουφλουζέλης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου και άλλοι φίλοι του ρεμπέτικου.
      Ο Μουφλουζέλης μάλιστα, χρησιμοποιεί το καφενείο και για σπίτι  του, αφού κοιμάται εκεί.
 


  Ο Γιώργος Μπάτης  είχε μια  παθολογική  αγάπη  για το μπουζούκι και το μπαγλαμά.  Ολοι  οι νέοι που ήθελαν  να μυηθούν στο μπουζούκι σύχναζαν στο καφενείο του (ντεκέ)  και μάθαιναν τα  «κόλπα»  του μαγικού οργάνου.
      Το 1932  ο Μπάτης δημιούργησε  το πρώτο λαϊκό συγκρότημα. Πήρε με το ζόρι το Μάρκο που  ήταν εκδοροσφαγέας στη Δραπετσώνα, το Στράτο που ως τότε ασκούσε το επάγγελμα του  βαρκάρη και τον μπουζουξή Δεληά.  Εκαναν  πρόβες, συγχρονίστηκαν  και σε λίγες μέρες παρουσίασαν δικό τους   πρόγραμμα στο Χαϊδάρι.
    Το 1937  του κλείνουν το καφενείο  στου Καραϊσκάκη, και τότε αναγκάζεται  να κάνει άλλο στο Γιουσουρούμ του Πειραιά. Και στο νέο του καφενέ συνεχίζει να διδάσκει το μπουζούκι.
     Αλλά εκτός  από τη μουσική αυτή «μυσταγωγία» στο καφενείο οι φίλοι ακούνε και τα  γνωστά του καλαμπούρια. Λέγεται ότι στο καφενείο του Μπάτη σύχναζε και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο οποίος έδωσε πολλά ποιήματά  του  στους ρεμπέτες της εποχής να τα μελοποιήσουν. Όμως τα τραγούδια  δεν τα εξέδωσε  ποτέ ο Λαπαθιώτης, γι   αυτό δεν μπορούμε  να ξέρουμε ποια είναι  δικά του

  Ο Μπάτης, όπως και  ο  Μασέλος, ντυνόταν πάντα στην «πέννα».  Στο κλασσικό στυλ  του  «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο   και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια  μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των « Κουτσαβάκηδων».
     Εγραψε πάρα πολλά  τραγούδια, που όλα σχεδόν έγιναν  επιτυχίες. Τα πιο γνωστά  είναι:
     Η ΑΤΣΙΓΓΑΝΑ , ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ, Ο ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ,  ΓΚΑΜΗΛΙΕΡΙΚΟ, ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ (ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ) ,  ΒΑΡΚΑ ΜΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΣΜΕΝΗ ,  ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΩΡΩΠΟΥ ,   ΤΟ ΜΠΑΡΜΠΕΡΑΚΙ , Ο ΦΑΣΟΥΛΑΣ , ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ , ΟΙ ΦΩΝΟΓΡΑΦΙΤΖΗΔΕΣ , ΤΑΞΙΜΙ ΑΘΗΝΑΙΚΟ ΚΑΙ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ, ΜΠΑΤΗΣ Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ,  ΣΟΥ ΄ΧΕΙ ΛΑΧΕΙ ,  ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ και   ΖΕΜΠΕΚΑΝΟ ΣΠΑΝΙΟΛΟ (Ζούλα σε μια βάρκα)  ή  " Ζούλα σε μια  βάρκα μπήκα, στη σπηλιά του Δράκου  βγήκα».
 
πηγη:www.koutouzis.gr .

2 Ιαν 2010

αερικό


Αφιερωμένο εξαιρετικά

27 Δεκ 2009

O Έρωτας στα χιόνια Α. Παπαδιαμάντης



  Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
     Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
     ― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
     Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
     Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
     Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
     Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
     Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

     Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.


     Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

     Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

     Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
     Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
     Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.


     Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
     Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
     ― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
     Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

     Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
     ― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
     Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
     ― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
     Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.


     Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
     ― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
     Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!


     Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
     Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
     Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
     Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
     ― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
     Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
     Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
     ― Ποιος είναι;
     Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
     Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
     ― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
     Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
     O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
     «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
     Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
     ― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
     Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
     Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
     «Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
     Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
     Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
     Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

(από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989)

24 Δεκ 2009



Η Γέννησίς Σου Χριστέ ο Θεός ημών,
ανέτειλε τω κόσμω το Φως το της γνώσεως,
εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες,
υπό αστέρος εδιδάσκοντο,
Σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης,
και Σε γινώσκειν εξ ύψους Ανατολήν
Κύριε δόξα Σοι.

12 Δεκ 2009

"Θεόφιλος"

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

Ηταν ένας ζωγράφος άστεγος,περιπλανώμενος και παραμυθάς,τραυλός και αριστερόχειρας.Είχε φερσίματα παράξενα.Ταξίδεψε απο τη μιά ακτή του Αιγαίου στην άλλη
,ντυμένος με φουστανέλα,εκεί που όλοι φοράγανε νησιώτικη βράκα.Είχε μανία με ήρωες και πολεμιστές,ζωγράφιζε σε μαγαζιά που πουλούσαν τρόφιμα για να ζήσει,κι έδινε παραστάσεις στο δρόμο ντυμένος Μεγαλέξανδρος,έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε αυτοσχέδια ηρωικά τραγούδια.
Ηταν πράγματι έτσι ο Θεόφιλος?
Ποτέ δεν θα μάθουμε αν υπέφερε απο τήν επιλογή του να ζήσει μ' αυτόν τον τρόπο,ή αν ήταν ευτυχής,ετσι όπως είχε καταφέρει να μπαινοβγαίνει απο τον φανταστικό στον πραγματικό κόσμο.αλλάζοντας με άνεση ρόλους με όλους τούς παλικαράδες κι εραστές της Ιστορίας και της Μυθολογίας.


O Θεόφιλος,που αποκαλούνταν και τσολιάς,γεννήθηκε γύρω στο 1867 στη Βαρειά,3,5 χιλιόμετρα έξω απο τη Μυτιλήνη,όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια.Σε εφηβική ηλικία πήγε στη Σμύρνη,οπου έζησε ζωγραφίζοντας και κάνοντας διάφορες χειρονακτικές δουλειές.
Πολέμησε ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.Από τη Σμύρνη πήγε στο Βόλο,οπου περιπλανήθηκε για περίπου 20 χρόνια ντυμένος τσολιάς η Μεγαλέξανδρος.
Το 1925 επιστρέφει στη Λέσβο,οπου το 1930 τον εντοπίζει ο Ελευθεριάδης που του παραγγέλνει να ζωγραφίζει τα θέματά του πάνω σε ύφασμα.
Ο θεόφιλος του παρέδωσε 125 εργα απο τα οποία τα 37 εκτίθενται στο ΜΟυσείο Teriade και 86 στο μουσείο Θεόφιλου.
Ο Θεόφιλος πέθανε το 1934 όταν ηταν 60 χρονών. 


6 Δεκ 2009

ΛΕΣΒΙΑΚΕΣ ΦΩΤΟΣΚΙΕΣ Σ. Χουτζαίος 1873-1967


Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

το πλωμάρι


φιλαράκια

πυργόσπιτο στη Θερμή

χωρίς σχόλια

γεφύρι της κρεμαστής στην Αγία Παρασκευή

μοναχός της μονής Υψηλού

κάτω τα χέρια απο τη τοπικη αυτοδιοίκηση

πανηγύρι του ταύρου:Αγία Παρασκευή

στο καφενείο

πλύσιμο ρούχων

αντάρτες του ΕΛΑΣ Λέσβου


ΛΕΣΒΙΑΚΕΣ ΦΩΤΟΣΚΙΕΣ
Δουκάκη Σίμου Χουτζαίου
Αγίας Ειρήνης 9
τηλ:22510 21750
Μυτιλήνη

30 Νοε 2009

Λέσβος- μια ματιά !


Μονή Πυθαρίου-Ερεσσός

Υδροβιότοπος αλυκών Καλλονής

Η Παναγία στην Πέτρα

σκάλα Καλλονής

το άνοιγμα του κόλπου Καλλονής

Αγία Παρασκευή,

κόλπος Καλλονής

Ερεσσός

Αγιος Διονύσιος ο αεροπαγίτης

20 Σεπ 2009

το μετόχι των Αγίων Αναργύρων και το Agder Univercity College


Η πρόσκληση ήταν σαφής. Επρόκειτο να τελεστεί στο Μετόχι των αγίων Αναργύρων ο γάμος της Cari και του Ivar.Νορβηγοί και οι δύο, η δε Cari είναι διευθύντρια του παραρτήματος στην Ελλάδα και δη στο Μετόχι του Agder Univercity College με έδρα το Agder της Νορβηγίας. O γάμος θα τελεστεί στην αυλή του Μετοχίου κατά το τυπικό της Λουθηρανικής εκκλησίας. Το Μετόχι βρίσκεται 2,5 χμ. βορειοδυτικά της Καλλονής ,κωμόπολης με αλματώδη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Ο λόφος του Παρθένη, ξερός και ασκητικός βοσκότοπος, βρίσκεται βόρεια της Καλλονής και είναι σαν προπομπός των ψηλότερων βουνών που φαίνονται από πίσω του. Η Καλλονή βρίσκεται στο κέντρο τού ομώνυμου κάμπου ,που επεκτείνεται μέχρι τη θάλασσα, περιλαμβάνοντας αρκετούς οικισμούς και εισχωρεί προς το βορρά φτιάχνοντας μικρές εύφορες εκτάσεις.

Το Μετόχι χτίστηκε στο σημείο που ενώνεται μια τέτοια έκταση με τον Παρθένη, έχοντας ανοιχτό ορίζοντα μόνο προς το νοτιά και τη θάλασσα. Το Agder Univercity College, στο Μετόχι ξεκίνησε από μια επίσκεψη του Haakon Smedsving , καθηγητή και λέκτορα του πανεπιστημίου στη μονή Λειμώνος, έχοντας στο νου του μια μελλοντική επέκταση του πανεπιστημίου στην Ελλάδα.Ο ηγούμενος της μονής αρχιμανδρίτης Νικόδημος Παυλόπουλος που υπάγεται το Μετόχι, ευπροσήγορος και φιλόξενος τους καλοδέχθηκε και μετά από αρκετές συζητήσεις τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μια σειρά μαθημάτων στο μοναστήρι του Λειμώνος.



Στο μοναστήρι του Αγίου Ιγνατίου λειτούργησε και ένα από τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία στη Λέσβο συμμετέχοντας και αυτό στη βιομηχανική επανάσταση που άρχισε στο νησί από τα τέλη του 19 ου αιώνα έως την απελευθέρωση το 1912. Το 1950 αρκετές εκτάσεις της μονής μοιράστηκαν στους ακτήμονες της περιοχής .Ευτυχής συγκυρία για την περιοχή η κυβερνητική αυτή απόφαση γιατί σίγουρα οι πρόγονοί τους ήταν αυτοί που είχαν αφιερώσει τα κτήματα στο μοναστήρι και τώρα τα έπαιρναν πάλι πίσω .Ο 21ος αιώνας βρίσκει την μονή Λειμώνος με αρκετές καινούργιες κτιριακές εγκαταστάσεις διατηρώντας γηροκομείο , μουσείο εκκλησιαστικό και λαογραφικό με πάρα πολλά και σημαντικά εκθέματα από το παρελθόν της μονής και της Λέσβου όπως επίσης και την βιβλιοθήκη χειρογράφων, από τις καλύτερες στον ελληνικό χώρο και τους χώρους υποδοχής και φιλοξενίας των πολυάριθμων προσκυνητών που επισκέπτονται τη μονή το καλοκαίρι. Ο ηγούμενος Νικόδημος Παυλόπουλος νάξιος την καταγωγή ήρθε στη Μητρόπολη Μυθήμνης το 1969 επί Ιακώβου μητροπολίτου Μυθήμνης και δραστήριος όπως ήταν, ο Ιάκωβος Μηθύμνης τον έχρισε ηγούμενο.Από τότε το μοναστήρι ναι μεν δεν έγινε κοινόβιο , αρκετά δύσκολη εποχή για καλογήρους, αλλά το μοναστήρι απέκτησε αρκετή από την προτεραία του αίγλη, αναστηλώνοντας συγχρόνως και τα μετόχια της μονής , στην Αγία Παρασκευή την Κλοπεδή, στο μετόχι των Αγίων Αναργύρων και της Ανεμώτιας χτίζοντας αξιόλογες κτιριακές εγκαταστάσεις.

Από τον 15ο αιώνα που ιδρύθηκε, η μονή άκμασε και η περιουσία της ,ιδιαίτερα η κτηματική, μεγάλωνε λόγω του ότι αρκετοί χριστιανοί για να σώσουν τα κτήματα τους από τους Τούρκους τα αφιέρωναν στο μοναστήρι .Συγχρόνως δε στο μοναστήρι υπήρχε πλήθος καλογήρων, με σχολή καλλιγραφίας και αντιγραφής βιβλίων υπήρχε δε κοινοβιακό τυπικό ,κάτι σαν αντίσταση στη σκληρή υποταγή στους κρατούντες .Η πληθώρα των μονών στα μέρη που υπήρχαν Έλληνες λειτούργησε σαν φράγμα στην εύκολη ζωή που υπόσχονταν οι Τούρκοι σε όσους αλλαξοπιστούσαν.,

Λόγω λοιπών των ιδιαιτέρων συνθηκών που υπήρχαν στο μοναστήρι το παράρτημα του A.U.C. δυσκολευόταν να λειτουργήσει και σαφώς θα επηρέαζε και την λειτουργία της μονής .Έτσι ο ηγούμενος προσκάλεσε τον κ Haakon -εντός εισαγωγικών - ιδρυτή του νορβηγικού πανεπιστημίου στην Ελλάδα ,για έναν περίπατο μέχρι τα Μετόχια όπως λέγεται η ευρύτερη περιοχή του μετοχιού των αγίων Αναργύρων που συνδέεται με τη μονή με λιθόστρωτο μονοπάτι που χρονολογείται από την εποχή του αγίου Ιγνατίου.Αυτή η επίσκεψη στα Μετόχια ήταν η αρχή του Metohi Study Center .


Εκείνη την εποχή το 1993 οι κτιριακές εγκαταστάσεις είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί . Τα κτίρια ήταν σε σχήμα Π με το άνοιγμα προς τα Ν.Δ. και στο κέντρο την εκκλησία των αγίων Αναργύρων. Υπήρχε λαογραφικό μουσείο ,τράπεζα ,μια μεγάλη αίθουσα που χρησίμευε για αρχονταρίκι, αρκετά δωμάτια και η αυλή που ένωνε όλα αυτά τα κτίρια κατά το μοναστηριακό τυπικό , με ανώμαλο λιθόστρωτο (ντοσιμές). Το μετόχι ελαφρά υπερυψωμένο σε σχέση με το επίπεδο του κάμπου , έχει καλύτερες κλιματολογικές συνθήκες και η οπτική του εικόνα ξεκουράζει το μάτι χωρίς να διαταράσσει τη αρμονία της ένωσης των βουνών με τον κάμπο.

Στην Νορβηγία ,χώρα με αρκετά υψηλό βιοτικό επίπεδο, για να σπουδάσει κανείς αρχαίους φιλοσόφους ή θρησκειολογία θα πρέπει να τα μελετήσει από το πρωτότυπο, πράγμα που σημαίνει ότι αρκετοί από τους καθηγητές γνωρίζουν σίγουρα αρχαία ελληνικά Και είναι μια ιστορική πραγματικότητα ότι όποιος ασχολήθηκε με τα προϊόντα του ελληνικού πολιτισμού καθ' όλη τη διάρκεια και της ποικίλες μορφές του στην διάρκεια των αιώνων ,αιχμαλωτίστηκε. Δεν μπορούμε βέβαια να αγνοήσουμε και το ρητό: «Οι φιλέλληνες είναι περισσότερο φιλέλληνες από τους Έλληνες»,ούτε να ξεχάσουμε τον Παυσανία που λέει «οι Έλληνες αεί τιθέασι τα αλλότρια ή τα ημέτερα» Πάντως οι φοιτητές και οι καθηγητές κατά τη διάρκεια των δύο χρόνων που διήρκησαν τα μαθήματα σεβάστηκαν τον χώρο της μονής, οφείλουμε να το αναφέρουμε ,περισσότερο από τους πολυπληθείς Έλληνες προσκυνητές.
Η μονή Λειμώνος ή του Λειμώνα αφιερωμένη στων Ταξιαρχών ,χτίσθηκε από τον Άγιο Ιγνάτιο τον Αγαλλιανό το 1458 λίγο μετά την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους, όταν οι ΄Έλληνες υπέστησαν βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών Μετά από αρκετές επισκέψεις του ιδρυτή της και πρώτου κτήτορα Αγίου Ιγνατίου και του γιου του Μεθόδιου στην Κωνσταντινούπολη , το μοναστήρι έγινε σταυροπηγιακό πού σημαίνει ότι οι τοπικοί
εκκλησιαστικοί άρχοντες δεν είχαν καμία δικαιοδοσία στην Μονή που ήταν υπόλογη μόνο στον Πατριάρχη. Από την υψηλή πύλη δε απέσπασαν αρκετά σιγίλια ώστε η μονή θα έμενε αλώβητη από τις αρπαχτικές διαθέσεις των κατακτητών.


Η επιλογή της θέσεως των μοναστηριών υπακούει σε λογικές αιτίες, αλλά η εν γένει θέση τους και τοποθέτησής τους μέσα στο περιβάλλον μαρτυρεί έναν υψηλό πολιτισμό που μας καλεί να τον ανακαλύψουμε μόνο εκ του
αποτελέσματος ,γιατί οι μακροχρόνιες έριδες των Βυζαντινών και οι δύο αλώσεις από τους Φράγκους και τους Τούρκους κατέστρεψαν τα περισσότερα στοιχεία .
Στα περισσότερα γραπτά τους, οι Βυζαντινοί απάδουν την τεχνογνωσία και την τεχνολογία ,όπως την εννοούμε σήμερα αλλά δεν ήσαν μόνο δεισιδαίμονες και θρησκόληπτοι άνθρωποι, όπως συνηθίζει να προβάλλει η ευρωπαϊκή διανόηση τους μεσαιωνικούς προγόνους της. Απλά η κοσμοθεωρία τους δεν συμβαδίζει με την έννοια του ανθρωπισμού όπως ξεκίνησε από την αναγέννηση ανδρώθηκε στη γαλλική επανάσταση και εξαπλώθηκε μετά σε όλον τον γνωστό χριστιανικό κόσμο μέχρι της μέρες μας. Αναφέρεται σαν θεανθρώπινος πολιτισμός αλλά οι διαφορές είναι αρκετές και ιδιαίτερα σημαντικές και μπορούμε να αδικήσουμε οποιονδήποτε όταν το μέτρο που τον κρίνουμε είναι αλλότριο. Όσο για την πενία και την ένδεια του ανθρώπου του 8ου ή του 11ου αιώνα των ανατολικών περιοχών της αυτοκρατορίας, μπορούμε να αρνηθούμε τα επιχειρήματά μας και να τον συγκρίνουμε με τον σύγχρονο κόσμο μας, όπου τα ιερά τεμένη της σύγχρονης κοσμοθεωρίας είναι τα χρηματιστήρια ,επίσημη θρησκεία οι επιστήμες και ισχύον δόγμα περισσότερη τεχνολογία για τον άνθρωπο για να ανακαλύψουμε ότι οι άνθρωποι όχι μόνο συνεχίζουν να ζουν παρέα με την πενία και την ένδεια ,αλλά είναι ανάστατοι για την αδικία της άνισης κατανομής των πόρων της γης .Το 8% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 90% του παγκόσμιου πλούτου και η ελπίδα για τον παράδεισο να φαίνεται σαν αποτυχημένο σενάριο χολιγουντιανής παραγωγής .
Στο μετόχι , με τις ευλογίες του ηγούμενου ,το πανεπιστήμιο ξεκίνησε τη λειτουργία του με διδασκαλία αρχαίων φιλοσόφων και τα προγράμματα σπουδών εναλλάσσονταν με σεμινάρια και με συνέδρια των οποίων οι εισηγητές και οι αποφάσεις επηρέασαν και κατεύθυναν την εξέλιξη της εκάστοτε επιστήμης στην Νορβηγία μιας και οι σύνεδροι ήταν οι κορυφαίοι στο αντικείμενό τους. Με την πάροδο των χρόνων το πανεπιστήμιο ευπρέπισε και εξωράισε τις κτιριακές εγκαταστάσεις μετατρέποντάς τις στις λειτουργικές στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Και είναι πολύ εντυπωσιακή αυτή η αλλαγή της χρήσεως του μετοχίου διότι κτίστηκε μάλλον την εποχή του αγίου Ιγνατίου - γραπτές αναφορές δεν υπάρχουν αλλά γνωρίζουμε εκ παραδόσεως ότι ο άγιος Ιγνάτιος αποσύρθηκε στο τέλος του βίου του εκεί - στεγάζοντας τους εργάτες και τα ζώα του μοναστηριού .

Στην περιοχή του Μετοχίου, τα Μετόχια όπως ονομάζεται η ευρύτερη περιοχή υπήρχαν αρκετά μοναστήρια, πριν το 10ο αιώνα ο Χριστός - σήμερα ένα ξωκλήσι με τοιχογραφίες στο πέτρινο τέμπλο - ο άγιος Γεώργιος ο Χλοϊτης - τώρα ένα ακόμα ξωκλήσι στην πλαγιά του Παρθένη, ο άγιος Λεόντειος ,στην Β.Α πλαγιά του Παρθένη κοιτάζοντας τα σημερινά Δάφια, ο άγιος Γεώργιος του παρασιγίου στο νοτιά δίπλα στη θάλασσα και το ποταμό το οποίο ο Γαβριήλ μοναχός το αφιέρωσε στη μονή Λειμώνος το 1578 και τα Τριάντα ,βυζαντινός οικισμός που σώζονται δύο εκκλησίες και τρία προσκυνητάρια. Οι άγιοι Ανάργυροι λοιπόν μεγάλωναν καθώς επεκτείνονταν οι εκτάσεις του μοναστηριού ,για τους λόγους που προαναφέραμε, με κτίσματα για τα ζώα και τους εργάτες που δούλευαν για το μοναστήρι. Σημαντική ίσως λεπτομέρεια το πηγάδι μπροστά ακριβώς από την εκκλησία που είχε το μοναδικό πόσιμο νερό. Η περιοχή είναι γεμάτη από χαντάκια, μέχρι σήμερα,που συγκοινωνούσαν και διοχέτευαν τα νερά μέχρι τη λίμνη, η οποία υπάρχει ακόμα και σήμερα και είναι ιδιοκτησία της μονής με σημαντικό πληθυσμό από χελώνες ,και από εκεί στη θάλασσα. Αυτά τα χαντάκια αποστράγγιζαν τα χωράφια και ήταν καλλιεργήσιμα αλλά το νερό δεν ήταν πόσιμο. Στους αγίους Ανάργυρους λοιπόν δεν υπήρχε άσκηση και μελέτη των γραφών παρόλο που ο μοναχός που υπήρχε πάντα στο μετόχι θα έλεγε τις ακολουθίες τουλάχιστον με το κομποσκοίνι. Παρήγαγαν αρκετά σύκα από τις συκιές που υπήρχαν μπροστά στους αγίους Αναργύρους, εξέτρεφαν μοσχάρια στον κάμπο μέχρι τη θάλασσα και είχαν αρκετούς αμπελώνες . Το κρασί του κάμπου της Καλλονής ήταν γνωστό από την αρχαιότητα , ο Πυρραίων οίνος από τον Πυρραίων Εύριπο ,όπως ονομαζόταν ο κόλπος της Καλλονής .


Το 1867 ο σεισμός - δύοντος του ήλιου την 23ην προς την 24ην Φεβρουαρίου ,κοσκινηδόν κλονίσαν την Λέσβον μετέβαλεν εις ερείπια τας πλείστας κώμας και κωμοπόλεις αυτής - έγραφε ο Σ. Καρυδώνης το 1900. Δεν γνωρίζουμε τις ζημιές που προκάλεσε στους αγίους Ανάργυρους πάντως ο ίδιος συγγραφέας και ερευνητής αναφέρει ως μετόχι του μοναστηριού στην Καλλονή τους αγίους Αναργύρους.Το 1930 η φυλλοξήρα που έπληξε πανελλαδικά τα αμπέλια, ώθησε την καλλιέργεια του καπνού. Ο κυρ-Στρατής από τα Δάφια θυμάται όταν ήταν μικρό παιδί , γεννηθείς περίπου το 1920 ότι στα μετόχια υπήρχε μόνο ένα κελί που έμεναν οικογενειακώς για το κόψιμο του καπνού που γίνεται - όρθρου βαθέως - και για το βελόνιασμα των φύλλων . Υπήρχε ακόμα το εκκλησάκι των αγίων Αναργύρων ,το πηγάδι με πήλινο χείλος υπερυψωμένο, και τρύπες για την τοποθέτηση του ράουλου, αρκετά ντάμια για ζώα, και αρκετά χαλάσματα πνιγμένα στο πράσινο. Από κάτω από το Μετόχι υπήρχε και συνεχίζει όντως να υπάρχει ένας τεράστιος πλάτανος , μια πέτρινη λαξευτή κρήνη που το νερό ερχόταν με πήλινους σωλήνες από την πηγή, μια στέρνα με στρογγυλές γωνίες και μια πήλινη σωλήνα στο κέντρο της που ανάβλυζε το νερό και γέμιζε τη στέρνα και αρκετά χαλάσματα χαμένα στα χόρτα .Ένα βράδυ ακούστηκαν ψιθυρίσματα και ρυθμικά χτύπημα σίδερου πάνω σε πέτρα από τη περιοχή του πλάτανου. Η οικογένεια του κυρ-Στρατή φοβήθηκε και δεν βγήκαν έξω να δουν αν είναι στ' αλήθεια κάποιος εκεί. Το πρωί ανακάλυψαν ότι κάποιοι προσπάθησαν να ανασηκώσουν κάτι μεγάλες πέτρινες πλάκες που υπήρχαν κοντά στον πλάτανο και το μόνο που κατάφεραν ήταν να σπάσουν μια χωρίς να μπορέσουν να την ανασηκώσουν. Έψαχναν για θησαυρό στα χαλάσματα. Το 1988, όταν ο ηγούμενος έκοψε τα δένδρα και καθάρισε το συγκεκριμένο σημείο, βρέθηκε ένα χτιστό πατητήρι, οι πλάκες ήταν ο πυθμένας του, με δύο τρύπες που διοχέτευαν τον μούστο με αγωγούς σκαλισμένους πάνω σε πέτρα σε πιθάρια θαμμένα στη γη όπου θα ωρίμαζε το κρασί. (ακριβώς δίπλα αναγέρθηκε ο ναός του αγίου Σιλουανού )



Το 1950 με τον αναδασμό της γης στα Μετόχια έμεινε μόνο μία μικρή έκταση που το αγκαλιάζει από τις τρεις πλευρές και η λίμνη . Έτσι σιγά σιγά τα χαλάσματα πλήθαιναν ώσπου το 1970 γυρίστηκε από το James Paris στην Λέσβο η ταινία «Οι Σουλιώτες» και για τις ανάγκες της ταινίας το μετόχι έγινε το «Κούγκι» χάριν της ερημίας. Και το μοναστήρι του Λειμώνος βίωνε την παρακμή ώσπου όπως αναφέρθηκε ο τέως μητροπολίτης Ιάκωβος με τον νεοχρισθέντα ηγούμενο Νικόδημο Παυλόπουλο άνοιξαν μια καινούργια σελίδα στην πορεία της μονής μέσα στο χρόνο επεκτείνοντας το μοναστήρι με καινούριες αυλές και κτήρια, στεγάζοντας το γηροκομείο, το ορφανοτροφείο, το μουσείο και χώρους διαμονής των ανθρώπων που βοηθούσαν στα ιδρύματα, θέλοντας συγχρόνως να διατηρήσουν την πρώτη αυλή με το καθολικό ,τα κελιά των μοναχών και το κελί του αγίου Ιγνατίου που σώζονται μέχρι σήμερα.


Η κυρία Μαριάνθη που κατάγεται από την Θερμή ευλαβής και φιλόθεος διέθεσε τη σύνταξη της και έτσι ξεκίνησαν τα πρώτα έργα στο Μετόχι των αγ. Αναργύρων. Μέσα στα χαλάσματα και στην πυκνή βλάστηση , ο δρόμος είχε χαθεί και για ν'ανέβει κανείς στο εκκλησάκι υπήρχε ένα στενό μονοπάτι ,ξεκίνησαν οι εργασίες. Ο ηγούμενος μεγάλωσε την εκκλησία , έκανε βιώσιμα δύο δωμάτια στην είσοδο του μοναστηριού και ξεκίνησε την επέκταση του μετοχιού σε Π γιατί το μετόχι ήταν σε σχήμα Γ . Το 1985 επισκέφτηκαν το μοναστήρι δύο νέοι , ο Ν. και η Ε. , αθηναίοι και οι δύο , αναζητώντας μια όμορφη , ήσυχη και εξοχική τοποθεσία για να μείνουν.Ήταν η πρώτη τους επίσκεψη στη Λέσβο. Ο ηγούμενος αποδεικνύοντας ότι εκτός από φιλόξενος ,ευρυμαθής και λόγιος είχε ανοιχτό μυαλό, προτέρημα μπορούμε να πούμε σπάνιο στους έχοντας κάποια εξουσία και με αρκετό κόστος ,τους οδήγησε στο Μετόχι όπου αυτοί ενθουσιασμένοι από την τοποθεσία αποφάσισαν να μείνουν παρόλο που οι συνθήκες ήταν δύσκολες . Το πόσιμο νερό ήταν στο πηγάδι και δεν υπήρχε ηλεκτρισμός αλλά βέβαια αυτό έκανε το Μετόχι αρκετά ελκυστικό στα μάτια τους . Συμμετείχαν στις εργασίες καθαρίζοντας και ανακαλύπτοντας σιγά σιγά σαν αρχαιολόγοι τα πρώτα κτήρια. Αφαιρώντας τα επιφανειακά χώματα υπήρχε μια στρώση τρίματα κεραμιδιών ύστερα μια στρώση κάρβουνου και στο τέλος αποκαλύφθηκε το λιθόστρωτο με τις βάσεις για το χαγιάτι, το υπόστεγο και τις βάσεις των παλαιών κτηρίων . Το ζευγάρι αυτό έμεινε πέντε χρόνια στο Μετόχι και έφυγε όταν ο ηλεκτρισμός ήταν πια πραγματικότητα , όταν οι κουκουβάγιες που ζούσαν στα χαλάσματα και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ιδιοκτήτες του μέρους έφυγαν , όταν τα φίδια τα οποία ζούσαν μέσα στα παλιά ντουβάρια ,τους στάβλους των αγελάδων που ενώνονταν με το εκκλησάκι έφυγαν και αυτά . Μόνο τα αηδόνια συνέχισαν το ερωτικό τους τραγούδι πάνω στον τεράστιο πλάτανο τις νύχτες της άνοιξης.


Μπροστά στην εκκλησία όπου τώρα υπάρχει ένα μικρό αμφιθέατρο ο ηγούμενος τοποθέτησε σε μια πέτρινη βάση τον τυρόσκαμνο , μια επίπεδη πέτρα με χείλος γύρω γύρω και απορροή ,που τη χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τυρί - η οποία έχει κάτι το αρχέγονο και τελετουργικό στην όψη της . Ο γάμος ,αυτό το γλυκό μαγιάτικο απόγευμα έγινε μπροστά στον τυρόσκαμνο που χρησιμοποιήθηκε ως αγία τράπεζα για την τελετή. Μικρά κορίτσια μοίρασαν ρύζι με ροδοπέταλα στους παρευρισκόμενους, κάτι που δεν γίνεται βέβαια στην Νορβηγία και ο Paul έψαλλε το νυφικό άσμα με τη συνοδεία της κιθάρας του.
 Ο εορτασμός της λειτουργίας των 10 χρόνων του Metohi A.U.C. έφερε στο μετόχι εκτός από τους εκπροσώπους τους πανεπιστημίου της Νορβηγίας και αρκετούς εξέχοντες πολίτες της τοπικής κοινωνίας οι οποίοι απλά είχαν ακουστά το τι γίνεται στο Μετόχι. Οι ομιλητές αρκετοί και αξιόλογοι και η εκδήλωση είχε πλαισιωθεί από μια μικρή συναυλία βυζαντινής μουσικής από την τοπική χορωδία και με τραγούδια του 18ου αιώνα παιγμένα από τον Νορβηγό καλλιτέχνη Per Kjetil Farstad με κιθάρα κατασκευασμένη ειδικά για αυτά τα τραγούδια.


Oταν ζητήθηκε από τον ηγούμενο στην τελετή του γάμου να ψάλλει και αυτός κάτι, το εξαίσιο βυζαντινό μέλος του δοξαστικού του πλαγίου Α' ήχου της ακολουθίας του γάμου , συντόνισε αυτιά και καρδιές ,λευκά και μελαχρινά δέρματα ,γαλανά και μαύρα μάτια ,ανθρώπους του Βορρά και του Νότου ,σε μια μυσταγωγία που δεν έχει μόνο θέση στο χώρο και στο χρόνο ,αλλά απλώνεται στο παρελθόν , το παρόν και το μέλλον.



βιβλιογραφία
Βαλέτας Γεώργιος Μ. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Αγαλλιανός και το εν Λέσβο αναμορφωτικόν έργον του. 1932
Καρυδώνης Σταύρος. Τα εν Καλλονή της Λέσβου ιερά σταυροπηγιακά Πατριαρχικά μοναστήρια του αγίου Ιγνατίου αρχιεπισκόπου Μυθήμνης εν Κωνσταντινουπόλει 1900
Παυλόπουλος Νικόδημος αρχιμαν. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Αγαλλιανός. Βίος- συγγράμματα-θαύματα. Μυτιλήνη 1992
Παυλόπουλος Νικόδημος αρχιμαν Το ιστορικό της μονής Λειμώνος και ο βίος του αγίου Ιγνατίου Μυτιλήνη 1994
Σπανός Απόστολος Φ. Συνοπτική ιστορία ιεράς μονής Λειμώνος.εκδόσεις Ακρίτας 2002
Σπανός Απόστολος Φ Ιερά πατριαρχική και σταυροπηγιακή μονή Λειμώνος 2003
Καλλοναίου: Σκίτσα της Καλλονής. Αθήνα 1927
Ιωάννου Μουτζούρη δρ Θ Η Καλλονή της Λέσβου ,συμβολή στη μελέτη της ιστορίας και της παιδείας της . 1996
Χρίστου Ι Τραγέλλη Τα γεωργικά της Λέσβου . 1999
Μάκης Αξιώτης Περπατώντας στη Λέσβο. Τοπογραφία ,ιστορία, αρχαιολογία

16 Σεπ 2009

Μετέωρος ψιθυριστής

Αμέριμνος προσκυνητής
με εφήμερη ματιά
στήνει αυτί
σε μετεωρίζοντες ψιθύρους.



Οι πελαργοί δεν μεταφέρουν βρέφη
στα όνειρα των μικρών παιδιών.
Στις αποσκευές τους
χρυσός μαγειρεμένος
με τη θεωρία του χάους.
Όλοι έχουν δικαίωμα πάνω του.
Με κάθε κόστος!



Φύσα βοριά φύσα νοτιά
γέμισε τα πανιά της σωτηρίας,
το κρεμαστό γεφύρι
θα μας πάει στη κιβωτό.


Εκεί όμως τα τρωκτικά
πηραν την εξουσία
κι εγώ δραπετεύω
με το γυάλινο μπουκάλι
του κρασιού

Τα γεφύρια είναι δύο δρόμοι
που σταυρώνονται
και μια θύρα

εγώ ειμί η θύρα .......

*ξυλομπογιές σε χαρτί 20χ29