29 Μαΐ 2011

Γιώργος Μπάτης


 Ο  μεγάλος  ρεμπέτης του Πειραιά Γιώργος Τσωρός, γνωστός  ως Γιώργος  Μπάτης ή Αμπάτης ήταν  από τους πρώτους μάγκες  και ρεμπέτες του  Πειραιά  που έπαψε νάχει  εδώ και πολλά χρόνια.

 Ο Γιώργος  Μπάτης ή Αμπάτης ( Τσωρός),  χωρίς κανένας από τους δικούς του να είναι μουσικός, χωρίς να έχει κανέναν   να τον σπρώξει στο τραγούδι, έγινε μουσικός.
      Στο σπίτι του διατηρούσε μια μεγάλη συλλογή από λαϊκά  και ρεμπέτικα όργανα. Είχε πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία-λατέρνα.
       Στα  μέσα της δεκαετίας του 1920 άνοιξε το χοροδιδασκαλείο του " Κάρμεν¨.
      Στα 1931 άνοιξε έναν  καφενέ, το "Ζώρζ Μπατέ", στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη ( Ακτή Τζελέπη) που έμελλε  να γίνει λίκνο του λαϊκού μας τραγουδιού.
      Η  αγάπη του για το μπουζούκι κάνει τον καφενέ του στέκι όλων των μπουζουξήδων    και των ρεμπέτηδων της   εποχής. Εκεί σύχναζαν ο Βαμβακάρης, ο Στράτος, ο Δεληάς, ο Κερομύτης, Ο Μουφλουζέλης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου και άλλοι φίλοι του ρεμπέτικου.
      Ο Μουφλουζέλης μάλιστα, χρησιμοποιεί το καφενείο και για σπίτι  του, αφού κοιμάται εκεί.
 Ο Γιώργος Μπάτης  είχε μια  παθολογική  αγάπη  για το μπουζούκι και το μπαγλαμά.  Ολοι  οι νέοι που ήθελαν  να μυηθούν στο μπουζούκι σύχναζαν στο καφενείο του (ντεκέ)  και μάθαιναν τα  «κόλπα»  του μαγικού οργάνου.
      Το 1932  ο Μπάτης δημιούργησε  το πρώτο λαϊκό συγκρότημα. Πήρε με το ζόρι το Μάρκο που  ήταν εκδοροσφαγέας στη Δραπετσώνα, το Στράτο που ως τότε ασκούσε το επάγγελμα του  βαρκάρη και τον μπουζουξή Δεληά.  Εκαναν  πρόβες, συγχρονίστηκαν  και σε λίγες μέρες παρουσίασαν δικό τους   πρόγραμμα στο Χαϊδάρι.
    Το 1937  του κλείνουν το καφενείο  στου Καραϊσκάκη, και τότε αναγκάζεται  να κάνει άλλο στο Γιουσουρούμ του Πειραιά. Και στο νέο του καφενέ συνεχίζει να διδάσκει το μπουζούκι.
     Αλλά εκτός  από τη μουσική αυτή «μυσταγωγία» στο καφενείο οι φίλοι ακούνε και τα  γνωστά του καλαμπούρια. Λέγεται ότι στο καφενείο του Μπάτη σύχναζε και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο οποίος έδωσε πολλά ποιήματά  του  στους ρεμπέτες της εποχής να τα μελοποιήσουν. Όμως τα τραγούδια  δεν τα εξέδωσε  ποτέ ο Λαπαθιώτης, γι   αυτό δεν μπορούμε  να ξέρουμε ποια είναι  δικά του.
Ο Μπάτης, όπως και  ο  Μασέλος, ντυνόταν πάντα στην «πέννα».  Στο κλασσικό στυλ  του  «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο   και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια  μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των « Κουτσαβάκηδων».
     Εγραψε πάρα πολλά  τραγούδια, που όλα σχεδόν έγιναν  επιτυχίες. Τα πιο γνωστά  είναι:
     Η ΑΤΣΙΓΓΑΝΑ , ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ, Ο ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ,  ΓΚΑΜΗΛΙΕΡΙΚΟ, ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ (ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ) ,  ΒΑΡΚΑ ΜΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΣΜΕΝΗ ,  ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΩΡΩΠΟΥ ,   ΤΟ ΜΠΑΡΜΠΕΡΑΚΙ , Ο ΦΑΣΟΥΛΑΣ , ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ , ΟΙ ΦΩΝΟΓΡΑΦΙΤΖΗΔΕΣ , ΤΑΞΙΜΙ ΑΘΗΝΑΙΚΟ ΚΑΙ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ, ΜΠΑΤΗΣ Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ,  ΣΟΥ ΄ΧΕΙ ΛΑΧΕΙ ,  ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ και   ΖΕΜΠΕΚΑΝΟ ΣΠΑΝΙΟΛΟ (Ζούλα σε μια βάρκα)  ή  " Ζούλα σε μια  βάρκα μπήκα, στη σπηλιά του Δράκου  βγήκα».  Η σπηλιά  του  Δράκου βρισκόταν  πίσω από τον Κερατόπυργο  στο Κερατσίνι, αριστερά  όπως εισπλέουμε  προς τον  όρμο, κάτω  από   το  λεγόμενο "θρόνο του Ξέρξη" - έναν ισόπεδο  βράχο. Στη  θέση  αυτή   υπήρχε  κυλινδρικός πύργος, μάλλον ανεμόμυλος, ο λεγόμενος  μύλος του Δράκου, από τα ερείπια του οποίου  χτίστηκε πυριτιδαποθήκη, που  όμως  καταστράφηκε  από  έκρηξη  των πυρομαχικών.  Και   να   οι  στίχοι  του τραγουδιού  που  μας  έθεσε  υπ όψη   ο  Γιάννης  Πατρίκος:
Διατηρούσε μεγάλη συλλογή μουσικών οργάνων στα οποία μάλιστα έδινε και ονόματα. Το ντύσιμο του ήταν πάντοτε περιποιημένο. Ο Γιώργος Μπάτης εμφανίστηκε για μοναδική φορά στον Ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι παπατζήδες» το 1954. Εκεί υποδύθηκε τον «έχοντα το γενικό πρόσταγμα» σε υπόγεια αυτοσχέδια μπαρμπουτιέρα. (Στιγμιότυπα με τον Μπάτη από την εν λόγω ταινία.)
«Πρόκειται για έναν από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού, άσχετα αν ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου. Ηταν ένα από τα μέλη της περίφημης "Τετράδος της ξακουστής του Πειραιά", που με την εμφάνισή της το καλοκαίρι του 1934 άλλαξε όλη την πορεία του λαϊκού τραγουδιού στις πόλεις και καθιέρωσε το μπουζούκι σαν το πιο εκφραστικό όργανο»,

Οι άλλοι τρεις της «Τετράδος» ήταν οι πασίγνωστοι Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Ανέστης Δελιάς.
«Μέχρι το θάνατό του έπαιζε και τραγουδούσε πότε με συγκροτήματα και πότε μόνος του, γυρνώντας στα καφενεία και στις ταβέρνες. Ηταν πραγματικά ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ρεμπέτη καλλιτέχνη. Οι παλιοί τον θυμούνται πάντα καλοντυμένο να παίζει στα λεμονάδικα, καθισμένος πάνω σ' ένα καρότσι, με το μικρό οργανάκι του, που το έκρυβε μέσα στην τσέπη του σακακιού του. Ο πιο όμορφος χαρακτηρισμός που γίνηκε για τον Μπάτη είναι αυτός που έκανε ο γερο-Τσακιριάν, που τον γνώριζε καλά. "Ηταν ο Ρήγας του Πειραιά". Είναι ένας χαρακτηρισμός που μαζί του συμφωνούν όλοι όσοι τον γνώρισαν. Οταν θάψανε τον Μπάτη, του βάλανε μαζί τον αγαπημένο του μπαγλαμά που του 'χε φτιάξει ο Τσακιριάν»
Λίγο πριν πεθάνει ο Μπάτης έγραφε τη διαθήκη του:

"Ο Μπαρμπα-Γιώργος γέρασε, δυο κόκαλα έχει μείνει, μα το μπαγλαμαδάκι του στιγμή δεν το αφήνει. Με μπαγλαμάδες αγκαλιά πέρασε τη ζωή του, με μια στερνή διπλοπενιά θ' αφήσει τη ζωή του. Να μην τον συγχωρήσετε, δεν έχει κάνει κρίμα, μόν' θέλει να τον θάψετε με μπαγλαμά στο μνήμα. Ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Πειραιώτης, γερομάγκας και τσικ ιππότης, μπουζουκοπροσωπικότης, ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Πειραιώτης"»

28 Μαΐ 2011

Ο χρόνος....


Oι τρεις τελευταίες επιθυμίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του ?)

1] Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.

2] Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει [ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.

3] Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.

Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.

Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:

1] Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!

2] Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!

3] Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος! 

http://dpaspala.blogspot.com/2010/06/blog-post_23.html

Η Σοφία και Μουσικότητα της Ελληνικής Γλώσσας


- Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις… είναι από την Ελληνική γλώσσα.. (Bιβλίο Γκίνες)

- Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ' αυτήν δεν υπάρχουν όρια.(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)

- Η Ελληνική και η Κινέζικη… είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και.....στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από την μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).

Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο. Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον. Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πως να γράφουμε σωστά.

Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιός είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει. Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε. Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.

Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών. Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λές, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της. Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιον φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.

Η ΣΟΦΙΑ: Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε και εμπρός να είναι έτσι. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον.
Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.

- Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».

- Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γή +έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.
- Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. - Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για την σκέψη.
- Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει σαν ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και τη υγεία μας. Και φυσικά όταν θέλουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πως το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».
- Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.
- Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις την δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία…
- Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με την σωματική μας υγεία.

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο…

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.
Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις. «Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων. Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ: Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.
Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».
Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα: «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα – μητέρα των εννοιών μας – μου απεκάλυπτε έναν άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.

Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.

«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ’ εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες», όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.

Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να αποθαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».

Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ότι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.

Η Ελληνική γλώσσα επεβλήθη αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της. Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».

22 Μαΐ 2011

Martin Luther King

"Εκείνο για το οποίο η δική μας γενιά θα μετανιώσει πικρά μια μέρα, δεν θα είναι τόσο η σκληρότητα και η αδικία των κακών όσο η απαράδεκτη σιωπή των καλών"... (Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ)


Διαβάστε κι εδώ για τη σχέση του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ με τον έλληνα π. Γκουβέλλη

25 Απρ 2011

ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
 Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθεῖ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ ἀλλ᾿ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον, καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.
Ὅλα αὐτά, διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δυὸ ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθεῖ· ὁ δὲ παπᾶ-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾿ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντίκρυ ἐκτεινομένας ἀκτὰς ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπάροικους, τοὺς «κουκουβίνους ἢ κουκοσκιάχτες», ὅπως τοὺς ὀνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του, ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα. Ἀλλὰ κατ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθεῖ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπὶ τίνας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπᾶ-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορεοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.
Τινὲς διετύπωσαν γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναίκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναίκα του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, χωρικός, ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπέξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα» καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε» – οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπε ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια, νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.
Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως ἦτον ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτον «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μὲ τινὰς τῶν ἐξωμεριτῶν καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτον ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾿ ἀποσώνῃ τὰ παιδιά» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὖτος ὡς οἱ πλεῖστοι του γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.
Τοῦτο ναί, ἀληθεύει· ἀλλ᾿ οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, πενόμενοι καὶ δυσπραγοῦντες, ἐπιτακτικὴν ἔχοντες ἀνάγκην νὰ θρέψωσι τὰ τέκνα των, φαίνονται ὡς πλεονέκται, καὶ καταντῶσι νὰ μὴ τρέφωσι πλέον ἐμπιστοσύνην οὐδ᾿ εἰς αὐτοὺς τοὺς συλλειτουργοὺς των. Τοῦτο ἔπασχε καὶ ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις ἐπεθύμει μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τοὺς χωρικούς, διότι ἦτο ἀνοιχτόκαρδος, καὶ ἤθελε νὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς ὀλίγην Ἀνάστασιν καὶ ὀλίγην ἄνοιξιν, ἀλλ᾿ ἐδυσπίστει εἰς τὸν συνεφημέριόν του, καὶ ἔπειτα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφήσῃ τὴν ἐνορίαν μὲ ἕνα μόνον ἱερέα τοιαύτην ἡμέραν. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ παπᾶ-Θοδωρῆς ὁ Σφοντύλας, ὁ συνεφημέριός του, τὸν παρεκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰπῶν, ὅτι καλὸν ἦτο νὰ μὴ χάσωσι καὶ τὸ εἰσόδημα τῶν Καλυβιῶν, αἰνιττόμενος ὅτι τά τε ἐκ τοῦ ἐνοριακοῦ ἔσοδα καὶ τὰ τῆς ἐξοχικῆς παροικίας, ἀμφότερα ἐξίσου θὰ τὰ ἐμοιράζοντο.
Τοῦτο δὲν ἔπεισε τὸν παπᾶ-Κυριάκον, τῷ ἐνέπνευσε μάλιστα πλείονας ὑποψίας ἀλλ᾿ ὅτε ἠρώτησε τὴν γνώμην τοῦ συλλειτουργοῦ του, ἦτο ἤδη κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγει· ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῶ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾿ αὐτῷ.
Ἡ πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὦρες νὰ φέξει», καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνησε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς, κρούων, ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.
Εἰσῆλθον εἰς τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Εἷς μετὰ τὸν ἄλλον προσήρχοντο οἱ χωρικοὶ μὲ τὰς χωρικάς των καὶ μὲ τὰ καλά των ἐνδύματα.
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν Εὐλογητόν.
Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ τὰ λέγῃ ὅλα ἀπ᾿ ἔξω, τὴν προκαταρκτικὴν προσευχὴν καὶ τὸν Κανόνα, τὸ «Κύματι θαλάσσης».
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προέκυψεν εἰς τὰ βημόθυρα, ψάλλων τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς».
Ἤναψαν τὰς λαμπάδας κι ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς, «neige odorante du printemps».
Ψαλέντος τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη, εἰσῆλθον πάντες εἰς τὸν ναόν. Θὰ ἦσαν τὸ πολὺ ἑβδομήκοντα ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παῖδες.
Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα, ὁ δὲ ἱερεὺς ἅμα ἀντιψάλλων αὐτῷ ἐξ ἀνάγκης, ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἡτοιμάζετο νὰ πάρῃ καιρὸ καί, ἀφοῦ τελέσῃ τὸν ἀσπασμόν, νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν λειτουργίαν.
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ἢ μᾶλλον εἰσόρμησεν εἰς τὸ ναΐδριον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ δυὸ ἄλλων ὁμηλίκων του, δωδεκαετὴς περίπου παῖς, ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ἀσθμαίνων καὶ ἐν ἐξάψει. Ἦτο ὁ Ζάχος, ὁ υἱὸς τοῦ παπᾶ-Κυριάκου.
Εἰσέβαλε πνευστιῶν εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὸν ἱερέα. Ἡ φωνή του ἠκούετο ἀπὸ τοῦ χοροῦ, ἀλλ᾿ αἱ λέξεις δὲν διεκρίνοντο.
Ἰδοὺ τί ἔλεγεν ἐντούτοις:
«Παπᾶ, παπᾶ!…»
(Τὰ παπαδοπούλα ἀπεκάλουν συνήθως παπὰ τὸν πατέρα των).
«Παπᾶ, παπᾶ!… Ὁ παπᾶ-Σφοντύλας ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργίες… ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα ἡ πεθερά του… κι ἡ παπαδιά… κουβαλοῦν… ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργίες… ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα… κι ἡ πεθερά του… κι ἡ παπαδιά…»
Μόνον ὁ παπᾶ-Κυριάκος ἦτο ἱκανὸς νὰ βγάλῃ νόημα ἀπὸ τὰ ἀσυνάρτητα ταῦτα καὶ ἀσθματικὰ λόγια τοῦ υἱοῦ του. Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐξήγησε τὰ λεγόμενα: «Ὁ παπᾶ-Θοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ σύντροφός του εἰς τὴν ἐνορίαν, ἔκλεπτε τὰς προσφοράς, μεταβιβάζων αὐτὰς διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἰς χεῖρας τῆς συζύγου καὶ τῆς πενθερᾶς του».
Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὖτος ἀγαπῶν, ὡς ὅλοι οἱ νέοι, τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὀμήλικας.
Ἀλλ᾿ ὁ παπᾶ-Κυριάκος δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε. Ἐξήφθη ἀμέσως, ἠγανάκτησε, δὲν ἐκρατήθη. Ἤμαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ σφοδρὸν ράπισμα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἥσυχος τὸ καθῆκον του… ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέμμα τῆς πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντρομος.
Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς κάτι ὑπόπτευεν ἐκ τῶν κινήσεων τούτων καὶ ἐξῆλθε κατόπιν του.
Εἰς πεντήκοντα δὲ βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ναοῦ, μεταξὺ τριῶν δένδρων καὶ δυὸ φρακτῶν, ὁ ἑπόμενος διάλογος συνήφθη:
«Παπᾶ, παπᾶ, ποῦ πᾶς;»
«Θὰ ῾ρθῶ, βλογημένε, τώρα ἀμέσως πίσω».
Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι εἶχεν ἀπόφασιν νὰ καταβῇ εἰς τὴν πόλιν, νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν κλοπὴν ἀπὸ τὸν συνεφημέριόν του! Εἰς τὸ βάθος δὲ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἔλεγεν, ὅτι εἶχε καιρὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ τελέσῃ τὴν λειτουργίαν.
«Ποῦ πᾶς;» ἐπέμενεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός.
«Ἂς διαβάζῃ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων κι ἔφθασα».
Ἐλησμόνει, ὅτι ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ ἄλλα, ἢ ὅσα ἀπὸ στήθους ἐγνώριζεν.
«Ἀφήνω καὶ τὴν παπαδιά μου ἐδῶ, βλογημένε», ἐπανέλαβε ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ἀμηχανῶν τί νὰ εἴπῃ. «Σᾶς ἀφήνω τὴν παπαδιά μου!»
Καὶ λέγων ἔτρεχεν.
Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς ἐπανῆλθε κατηφὴς ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
«Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ», ἐψιθύρισε.
Μεγίστη ἀπορία ἐπεκράτει ἐν τῷ παρεκκλησίῳ. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζον ἐρωτηματικῶς ἀλλήλους. Ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο.
Αἱ γυναῖκες ἠρώτων τὴν παπαδιὰν νὰ εἴπῃ αὐταῖς τί τρέχει· ἀλλ᾿ αὕτη ἦτο ἡ ὀλιγότερον πάντων τῶν ἄλλων γνωρίζουσα.
Ἐντούτοις ὁ ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. Ὁ ψυχρὸς ἀὴρ ἐδρόσισεν ὀλίγον τὸ μέτωπόν του.
«Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά», ἔλεγεν, «ὀκτώ, μὲ τὸ συμπάθιο, κι ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κι ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾿ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾿ ἐκεῖ!»
Πεντακόσια βήματα ἀπὸ τοῦ ναοῦ ὁ δρόμος ἐκατηφόριζε, καὶ κατήρχετο τὶς εἰς ὡραίαν κοιλάδα. Εἷς νερόμυλος εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς κλιτύος ἐκείνης, παρὰ τὴν ὁδόν.
Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἠδὺν μορμυρισμὸν τοῦ ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησμόνησεν, ὅτι εἶχε νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ. Ἀλλὰ τὸ χεῖλος του δὲν εἶχε βραχεῖ ἀκόμη, καὶ αἴφνης ἐνθυμηθείς, ἀνένηψεν.
«Ἐγὼ ἔχω νὰ λειτουργήσω», εἶπε, «καὶ πίνω νερό;»
Καὶ δὲν ἔπιε.
Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν.
«Τί κάμνω ἐγώ», εἶπε, «ποῦ πάω;»
Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ εἶπεν:
«Ἥμαρτον, Κύριε! Ἥμαρτον! Μὴ μὲ συνερισθῇς».
Ἐπανέλαβε δέ:
«Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν… συγχωρήσῃ κι ἐκεῖνον κι ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου…»
Ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.
«Ὤ, Κύριε», εἶπεν ὁλοψύχως, «ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα».
Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήσῃ.
«Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό», εἶπε. «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω. Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!… Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!… Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!»
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου μετ᾿ ἀγαλλιάσεως οἱ χωρικοὶ τὸν εἶδον.
Ἐτέλεσε τὴν ἱερὰν μυσταγωγίαν καὶ μετέδωκεν εἰς τοὺς πιστούς, φροντίσας νὰ καταλύσῃ διὰ στόματος αὐτῶν ὅλον τὸ ἅγιον ποτήριον. Αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησεν, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα.
Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.
Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.
Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλώνας τῶν δένδρων καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεία-Κρατήρως, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες καὶ ζηλεύει ὁ σύζυγός της.
Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθῶ, δεκαπεντούτις κόρη, ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε, λέγουσα:
«Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα… Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»
Τὸ βέβαιον ἦτο, ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾿ ἐπὶ κάλλει, οὔτ᾿ ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾿ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾿ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος, καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.
Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιάν, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχρινήν, ἀγαθοτάτην, ἥτις ἐν ἀθωότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾿ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλει οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στερφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.
Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπάρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνει, ὡς οὐδεὶς ἄλλος, τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι᾿ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.
Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπάρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἐπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς:
«Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας!»
Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν:
«Γειά σας! Καλὴ γειά! Διάφορο! Καλὴ καρδιά! Παπᾶ μ᾿, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾿! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπᾶ σ᾿ καὶ τὰ παιδάκια σ᾿! Ξάδελφε Θοδωρῆ, νὰ ζήσεις νὰ τὰ χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτ᾿, ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾿, νὰ τρέξεις καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Σ᾿μπεθέρα Κρατήρα, νὰ χαίρεσαι, μ᾿ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνεψιὲ Γιώργη, τίμια στέφανα! Στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε! Κουμπάρα Κυπαρίσσου, μὲ μιὰ καλὴ νύφη νὰ ζήσεις νὰ χαρεῖς! Ἐβίβα ὅλοι! Τέ-πέρ-τέ. Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Συμπεθέρα Ξανθή, καλὴ λευτεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με τὸ καλό!».
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξε ἡ πόσις.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ κατ᾿ ἄλλον ὅμως στενότερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναίκα του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾿ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν.
«Μπρόμ!»
«Πιὲ κι δῶ᾿ μ᾿!»
«Μὲ κρασί!»
«Καλῶς τ᾿ν ἀγάπη μ᾿ τὴ χρυσή!»
Καὶ πιὼν αὐτὸς μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθή, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.
Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾿ ὁ πλέον ἰδιόρρυθμος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπάρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς τακτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῶα· πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτώνα μὲ ἀνοικτὰς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε, φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμει Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτοκάρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπάρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιὲς» ἢ «χαλκοδέρες». Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτον ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπάρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε – νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!
Ὁ μπάρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, κατ᾿ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς:
Κ᾿στὸ – μπρὲ – Κ᾿ στὸς Ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θανάτων θάνατον μπατήσας
κι ἔντοις ἔντοις μνήμασι
ζωήν, παμμακάριστε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾿ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδεὶς ποτὲ ἔψαλλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἑξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν…» μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην: «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, τὴν ἱστορηθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ…»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!
Περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος (διότι αἱ γυναῖκες ἐπεφυλάττοντο διὰ τὴν Δευτέραν καὶ τὴν Τρίτην, ὅπως χορεύσωσι τὸν συρτὸν καὶ τὴν καμάρα), καὶ ὁ παπα-Κυριάκος, μετὰ τῆς παπαδιᾶς καὶ τοῦ Ζάχου, ὅστις ἐγλύτωσε τὸ ξύλο χάριν τῆς ἡμέρας (διότι ὁ πατήρ του εἶχε θυμώσει εἶτα κατ᾿ αὐτοῦ, ὡς γενομένου αἰτίου τῆς χασμωδίας ἐκείνης), ἀποχαιρετήσαντες τὴν συντροφίαν, κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.
Ὁ παπα-Κυριάκος ἔδωκε πλῆρες εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς μερίδιον, καὶ οὔτε κατεδέχθη νὰ κάμῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεμένης κλοπῆς.
Ἐντούτοις ὁ παπα-Θοδωρὴς οἴκοθεν τῷ εἶπεν, ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιον του εὑρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπα-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἁγίου Βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δυὸ μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν, ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιππάζεται(;)», εἶπεν, «ἅμα μᾶς ἰδῇ μίαν καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργίες, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!»
Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου.
(1890)

19 Απρ 2011

κάτι σαν σενάριο...αληθινής ιστορίας ;;;;

Αδελφέ   Νίκο  

    Τα  βλέπεις ;   Τα  βλέπεις  που  ανησυχούσες   και  έτρεμες  σαν  ψάρι  όταν  αρχίσαμε  την  επιχείρηση  ;   

   "Θα  μας   λυντσάρουν! " . 
   "Θα  μας  κρεμάσουν  στην  πλατεία  οικογενειακώς"   . 
   " Ούτε  τα  παιδιά  μας  και  οι  γυναίκες  μας  δεν  θα  γλυτώσουν !" 
   " Απο  το  πρώτο   λεπτό  θα  ξεσηκωθούν !"  

 Τίποτε  απολύτως  δεν έγινε .  'Οπως   ακριβώς  τα  είχα  προβλέψει  .  Τους  τα  πήραμε   όλα  και  φύγαμε  σαν  κύριοι .  Ακόμα  θυμάμε  την  έκπληξη   και  την  αμηχανία  στο   πρόσωπο   του   οπαδού  μας  στο  αεροδρόμιο .  Η χώρα   ήταν  σε  φάση  "Σομαλίας"    και  εμείς  με  τις  Samsonite  ,  να  περιμένουμε  στην  αίθουσα  VIP  το  αεροσκάφος   που  θα   μας   έφερνε   στον  επίγειο  παράδεισό   μας  ,  εδώ  στην ...
Καλιφόρνια .

Θυμάσαι  που  σου  έλεγα  "Θαρθεί   μια  μέρα  που  θα  τα  θυμόμαστε   και  θα  γελάμε "  ;

Λοιπόν  αδελφέ   Νίκο ,  η  ημέρα  ήρθε .  
Η  μπάζα  ήταν  καλή  .  Οχι  μόνο  εμείς  αλλά  και  τα  εγγόνια μας   θα  ζήσουν  πλουσιοπάροχα .  Ο  μόνος  κίνδυνος  πια  βρίσκεται  στην  χοληστερίνη  που  περιέχει  ο  αστακός ! 
Θυμάσαι   τί  αντίκρυσαν  τα  μάτια  μας   ( μέσα  απο  τις  θωρακισμένες  Mercedes )  καθώς  πηγαίναμε  στο  αεροδρόμιο ; 
  Μελαψούς   μετανάστες  να  λεηλατούν  την  πρωτεύουσα   μετά  την   οικονομική  κατάρρευση .
  Παιδιά   να   περιφέρονται   μόνα  τους   μέσα  στα  χαλάσματα  ψάχνοντας   τις  δολοφονημένες  μάνες  τους .
  Καπνοί   παντού   απο  τα  σπίτια  που  καιγόταν .
  Ορδές  πανικόβλητων  να  λεηλατούν  τα   super- markets  .  



Και  στο  αεροδρόμιο   ΟΥΤΕ  ΕΝΑΣ   να  μην  φωνάξει  έστω  κάτι  εναντίον  μας !  Ούτε   ένα  "προδότες"   ή   "κλέφτες"   ή  "κρεμάστε  τους"  !  .  Μουδιασμένοι  όλοι  και  παράλυτοι   μας  έβλεπαν  να  φεύγουμε  με  τις  βαλίτσες   παραφουσκωμένες  .  Το   διαισθανόταν  οτι  δεν  θα  μας   ξαναδούν .  Η  κωμωδία  είχε  τελειώσει .  Ο  θίασος  ( με  τις  εισπράξεις )  έφευγε .  Οι  θεατές   θα  μείνουν   μόνοι  να  αντιμετωπίσουν  την  σκληρή  πραγματικότητα .  

Τί   θεατρικό  και  αυτό !   Θυμάσαι ;  Άρχισε   το  1981  .  Τότε   που   "ο  φίλος   του λαού"   ανέβηκε  στην  εξουσία . 
"ΕΞΑΛΛΑΓΗ"   φώναξε   και  τα  πλήθη  ρίγησαν .   Ακόμη  και  ψηφοφόροι   "της   επάρατης   συντήρησης"  τον  ψήφισαν  !  
Υπάλληλοι  πήγαν την  άλλη  μέρα  στη  δουλειά   με  υπεροπτικό  ύφος   σίγουροι  οτι  η  επιχείρηση  του  αφεντικού   θα  είναι  πλέον  δική  τους ! 
Η     "εξαλλαγή"  μόλις  είχε  αρχίσει .  Ο  "λαός"   έζησε  στιγμές   μοναδικής   επαναστατικής   μέθης .  Καταλήψεις ,  απεργίες  ,  πανώ  ,  σημαίες ...
Ώσπου   οι     "κακοί  καπιταλιστές"  πήραν  τα  εργοστάσιά  τους  και  τα  πήγαν  στην  διπλανή  χώρα .
Τα  υπόλοιπα  εργοστάσια   έγιναν  "κοινωνική  ιδιοκτησία"  . "Ο  λαός  είναι  πάνω  απο  τους  θεσμούς"      φώναζε  ο  "ηγέτης"   και  το  πλήθος   παραληρούσε .
Επιτέλους !  Είχε  έρθει   η   "ώρα  του  λαού"  .  
Κανείς   πια  δεν  σε  φακέλλωνε   αν  διάβαζες   "ΕΛΕΥΘΕΡΟΣΤΟΜΙΑ"  .  Άλλωστε   η  "ΕΛΕΥΘΕΡΟΣΤΟΜΙΑ"   και  η  "ΜΕΘΑΥΡΙΑΝΗ"    ήταν  πια   η   Εφημερίδα  της  Κυβερνήσεως .  Ότι ,  γραφόταν   εκεί  ήταν  νόμος  απαράβατος .  Τί  αξία  είχε  πια  η   θεσμοθετημένη  Εφημερίδα  της  Κυβερνήσεως ;  Ποιός  της  έδινε  σημασία ;  



Το  μέλλον  διαφαινόταν  ακόμα  πιο  λαμπρό .  Η  πατέντα   με  το  "μοτοσακό   χωρίς  γκάζια"   θα  μας  έφερνε   αμύθητα  πλούτη  μόλις   την  αξιοποιούσαμε ( για  την  ακρίβεια  ,  δεν  θα  ξέραμε  που  να  τα  βάλουμε ! ) .
Κάποια  στιγμή  το  θέμα  αποσύρθηκε  απο  τα δελτία  ειδήσεων .
Ποιός  έδωσε  σημασία ; 
Σημασία  είχε  πλέον  η  ΑΤΑ ( Αυτόματη  Τιμαριθμική  Αυξομείωση ) .  Ανεβαίνουν  οι  τιμές ;  Σου  ανεβάζω  τον  μισθό !  
Ξανανεβαίνουν  οι  τιμές ;  Σου  ξανανεβάζω  τον  μισθό ! 
Κάποιοι  ψέλλισαν  "Μα  οι  τιμές  ανεβαίνουν  ακριβώς  επειδή  μας  ανεβάζεις  συνεχώς  τον  μισθό !" 
Ποιός  τους  έδωσε   σημασία ; 

Τα  σχολεία   αλλάξανε .  Τώρα   όλοι   πήγαιναν  "για  σπουδές" !   Δεν  νοείται  ο   "αφέντης  λαός"   να   δουλεύει  στα  χωράφια   και  στις   οικοδομές .  ΟΛΟΙ  θα  πάνε  στο  πανεπιστήμιο ! 
Τί  και  αν  δεν  χρειαζόμασταν  τόσους  "επιστήμονες" .  Ποιός   έδινε  σημασία ; 



Ποιός  έδινε  σημασία  στις  βιομηχανίες   που  κλείνανε ;   Αφού  οι  άνεργοι   γινόταν  αμέσως  δημόσιοι   υπάλληλοι ! 
Ποιός   αναρωτιόταν   "Πού  βρίσκετε  τα  λεφτά  να  πληρώσετε  τόσους  δημόσιους   υπαλλήλους   αφού   δεν  παράγει  η  χώρα  τίποτα ;"  
Αυτά  τα  ερωτήματα  δεν  είχαν  πλέον  σημασία .  Μόνο  αφελείς   και  γραφικοί   ασχολούνταν  με  αυτά .
Αφού  ο  "ηγέτης"  το  είχε  δηλώσει   ξεκάθαρα  :  "Τα  πήρα  απο  τους  βιομήχανους !"  

Και  όταν   αρχίσαν  να   διαρρέουν  τα  πρώτα  μαντάτα  για    τις  μεγάλες   μάσες   ,  ο   "ηγέτης"    είχε  φροντίσει  ώστε οι  κομματικοί   μηχανισμοί  να  έχουν  έτοιμη  την  απάντηση  που θα  έδινε  ο  "λαός"   στην  "επάρατη  συντήρηση"  :  "ΦΑΓΑΝΕ  ΑΥΤΟΙ  ΑΛΛΑ  ΦΑΓΑΜΕ  ΚΑΙ  ΕΜΕΙΣ ! "

Κάποια   στιγμή   άρχισαν  να   εμφανίζονται   οι  πρώτοι   μετανάστες .  Κακό  μεν   ( κάτι  σαν  να  μην  του  άρεσε   του  "λαού"  )  αλλά  αφού  οι  μισθοί   ντάγκα-ντάγκα    ερχόταν  κάθε  15νθήμερο  ,  δε   βαριέσαι ...



Σαν  τον  Μιθριδάτη   ,  ο  "αφέντης  λαός"    συνήθιζε   το  δηλητήριο  που   αυξανόταν  κάθε  μέρα .
Οι  μετανάστες  ξεπέρασαν  κάθε  όριο ...
Η  εγκληματικότητα   ξεπέρασε  κάθε  όριο ...
Η  ανεργία   ξεπέρασε  κάθε  όριο...
Τα  σκάνδαλα  ξεπέρασαν  κάθε   όριο...
Οι  εθνικές   ταπεινώσεις  ξεπέρασαν  κάθε   όριο ...
Οι  φωτιές   ξεπέρασαν  κάθε  όριο...
Οι  αρρώστιες   ξεπέρασαν   κάθε  όριο...
Τα  σκουπίδια   ξεπέρασαν  κάθε  όριο ...

Κάποια   στιγμή  ( όταν  παρατραβήξαμε   το  σχοινί )  και   εγώ  φοβήθηκα   ,  το  ομολογώ .  Πήγα  στο  πιο  απομακρυσμένο  νησάκι  για  να  ανακοινώσω  την  χρεωκοπία  της  χώρας  .  Το   σκάφος  περίμενε   έτοιμο  να   με  φυγαδεύσει  στην  διπλανή  χώρα   άν  οι  στρατιωτικοί   έκαναν   κίνημα .

Τί  κουτός που  ήμουν !  Φύλλο  δεν  κουνήθηκε !  
 Τότε  πήρα  θάρρος   για τα  καλά .   Είπα   μέσα  μου   "Μεγάλε   ,  είσαι  μεγάλος !  Κάνε  ό,τι  θέλεις !"  .
Δεν  σταμάτησα  πουθενά :   Αστυνομικοί  ,  στρατιωτικοί  ,   δημόσιοι  υπάλληλοι  ...     Τους  κατεδάφισα  όλους .  Δεν  άφησα  ούτε  μισθούς  ,  ούτε  συντάξεις   ,  ούτε  δικαιώματα ...
Απορούσα  και  απορώ  πάντα  με  την  ανθρώπινη   βλακεία :  Αυτοί  που  σκοτώνονται  με  τον γείτονα  για   ένα  εκατοστό  οικοπέδου  ,  με  έβλεπαν  να  ληστεύω  ασύστολα  την  χώρα  τους   και  δεν   μιλούσαν ! 



Πάντα   οι  ομοεθνείς   μας με  είχαν  στο  ψιλό : 
 "Περιορισμένης   ευθύνης  το  καημένο..."
 " Για  οδοκαθαριστής   καλός  είναι  αλλά  για   παραπάνω  δεν  τραβάει  το  φουκαριάρικο..."
 " Η  καψερή  η  μάνα  του  ,  πώς  αντέχει  τέτοια  συμφορά..."

Μόνο   η  μάνα  μας  πείσμωσε  και  είπε     "Τώρα  θα  δείτε  ,  που  το  κοροϊδεύετε ..." 
Πραγματικά ,  αν  δεν  ήταν  η  μάνα  μας  δεν  θα  είχαμε  αποτολμήσει   τέτοιο  έργο .
Δες  τώρα  όλους  τους  φαρμακόγλωσσους :  Εγώ  ,  το  "καημένο"  , συνέτριψα   το  έθνος  που  ήταν  προαιώνιος  εχθρός  μας .  Το  έθνος  που  πολεμούσαμε   τρείς χιλιάδες  χρόνια   και  δεν  μπορούσαμε  να  το  κάνουμε  ζάφτι ...
Τώρα  όλοι   "μούγκα"   .  Ούτε   "καημένο"   ακούς  ούτε  τίποτα .  Όλοι   τεμενάδες  μου  κάνουν   και  έχουν  καταπιεί  την  γλώσσα  τους .

Η   μεγάλη  πλάκα   είναι  οτι  τώρα  εκεί  πίσω στην   Αυνάνα  ,  οι   οπαδοί  μας   ακόμη  πιστεύουν   οτι  την  χώρα  την  βούλιαξε   η  "επάρατη  συντήρηση" !  Βλέπεις ,  αυτήν  αφήσαμε  να  διοικεί  τώρα .
Τώρα  που  τα  παιδιά  τους  πεθαίνουν  απο  υποσιτισμό   και  οι  πρωθυπουργοί   τους   είναι  μελαψά  τέκνα  μεταναστών  ,  ακόμη   θυμούνται  με  αγάπη    τον  "ηγέτη"  που  τους   "έδωσε να  φάνε  ψωμί"    και  βροντοφώναξε  " Η  Αυνάνα   ανήκει  στους  Αυνάνες !"  


Τί  τα  θές ,  η  ζωή  έχει  πολύ  πλάκα   μερικές  φορές .  
Καλά  που     έπλασε  ο  θεός  ( μας ) τους  βλάκες   για  να  μας  ψυχαγωγούν  .  Ειδικά  εδώ στην βίλα  στην  Καλιφόρνια  ( έχω  καταπληκτική  θέα στον  Ειρηνικό ,  στο  είπα ;  )   η  ανία  θα  ήταν  αφόρητη  αν  δεν  είχα  αυτά  να  θυμάμαι  και  να  τα   συζητώ  με   κάποιους  πρωτοκλασσάτους    ( τότε )  του  "κινήματος"   που  είχαν  και  αυτοί  την   ευστροφία  να  βγάλουν  έγκαιρα  τη  μπάζα  τους   στο  εξωτερικό  και  να  αγοράσουν  εδώ  βίλες .
Είναι  εδώ   ο  "FIVE SEASONS"   ,  και   ο  "μαζί  τα   σπάγαμε"  .    Φυσικά  δεν  μπορούσαν  να  λείπουν  ( δικοί  μας  γαρ )   ο  "ταϊβανέζος"  ,   η   σύζυγος  του  τραγουδιστή ( χωρίς  τον  τραγουδιστή ! )    και  ο ξάδελφός   της  ο    "φαστφουντάς" .  Ο  τελευταίος  χώρισε  την   γυναίκα  του  ( Αυνανικής   καταγωγής )  και  συζεί  με  μια  δικιά  μας  . Είναι  και  κανά  δυό  απο  την  περίφημη   "γενιά  του  Πολυκαφενείου"  ( ωρε  πλάκες  και  μ'  αυτή  την  ιστορία ! ) .  Αυτοί  ειδικά  αποδείχτηκαν  λυσσασμένοι  για   "δημοκρατία" :  Έχουν  σπιτώσει  κάτι  πιτσιρικάδες  ( δικούς  μας )  και  τον  παίρνουν  απο  όλες  τις  μεριές !
  Για  τους  άλλους  ,  τους  ρομαντικούς   και  τους  αφελείς  ( που  ξεμείναν  πίσω )  πού   και  πού  μαθαίνω  κανα  νέο  .  Εκείνος   ο   αρχιμάλαξ , που  έβαφε  με  μολύβι  τα  μάτια  του , έμαθα  οτι  είναι  σε  ψυχιατρείο .  Ο  άλλος ,  που  το  έπαιζε  αδιάφθορος , τον  σπάσαν   στο  ξύλο  κάτι   πιτσιρικάδες   ( αν  και  προσπάθησε  να  κρυφτεί  σε  κάτι  τουαλέττες )  και  πέθανε . 



Αδελφέ  Νίκο 
   Όταν  τελειώσεις    την  ιστορία  με την  πιτσιρίκα   στις  Μπαχάμες   ,  σε  περιμένω   να  τα  πούμε  απο  κοντά  ( φέρε  και την  σύζυγο ) .  Αν  δεν  κουράστηκες   ,  ο  Μεγάλος  μας  πρότεινε  να  ξανακάνουμε  μια  παρόμοια  δουλειά  σε  μια άλλη  χώρα  κάπου  στην   Κεντρική   Αμερική ( δεν  θυμάμαι  τώρα  το  όνομα ) .  Η  χρηματοδότηση  ,  ως  συνήθως   , εξασφαλισμένη  και  οι  ντόπιοι   πράκτορες   έτοιμοι .  Σκέψου  το .
Με  φιλιά 
 Το   "καημένο"  

http://wwwaristofanis.blogspot.com/2011/04/blog-post_5295.html

17 Απρ 2011

πότε βούδας πότε κούδας ......

Στη γειτονιά των αγγέλων θα συνεχίσει να τραγουδάει ο Νίκος Παπάζογλου που έφυγε από τον κόσμο μας σήμερα το πρωί. Η σεμνότητα και το ήθος του  μαζί με την εξαιρετική φωνή του θα λείψουν από αυτόν τον τόπο.

 Έφτιαξε το πρώτο στούντιο εκτός Αθηνών και έδωσε νέα ώθηση στα μουσικά πράγματα της Ελλάδας κυκλοφορώντας το κλασσικό πιά "εκδίκηση της γυφτιάς" μαζί με τιν Ξυδάκη και τον Ρασούλη και ανέδειξε τόσους καινούργιους μουσικούς που δεν είχαν τύχη στο τότε υπάρχον μουσικό κατεστημένο.

 Γύρισε όλα τα δυσπρόσιτα μέρη της Ελλάδας με την "Λοξή Φάλαγγα" χαρίζοντας αναμνήσεις στον κόσμο που δεν είχε την τύχη να είναι στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Ήταν ο τελευταίος "λαικός" καλλιτέχνης -με την ακριβή έννοια του όρου-, σκυλάδες ,ροκάδες, ραπάδες, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα τον συμπαθούσαν.
Και όλα αυτά χωρίς να κάνει ούτε ένα βίντεοκλίπ !!!

 Τέτοιοι άνθρωποι δεν πεθαίνουν, απλά σταματάει η βιολογική τους παρουσία σ΄ αυτό το ψεύτη κόσμο
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει

Μάνος Λοίζος, Νίκος Ξυλούρης, Νικόλας Άσιμος, Μανώλης Ρασούλης, Νίκος Παπάζογλου...ποσο πιο πολυ να φτωχύνουμε;


Μπουκοτάζ στις εφημερίδες που θα "πουλήσουν" Νίκο Παπάζογλου!