Πρωτοπήγα στην Πρέβελη καλοκαίρι του 1980. Και κόλλησα.
Μέχρι το ’83 τελευταία φορά που πήγα έμεινα συνολικά κοντά στα δύο χρόνια.
Συνήθως ζούσα στο παλιό μοναστήρι (κλειστό τώρα) μαζί με άλλους freaks της εποχής, Έλληνες και ξένους ή σε κάποια καβάτζα ψηλά στο ποτάμι μακριά απ’ την παραλία.
Πίναμε νερό απ’ τις πηγές του μοναστηριού ή απ’ το ποτάμι (σε κάποιο σημείο σε κοντινή απόσταση απ’ την κοίτη του και αφού το νερό διηθιζόταν απ’ τα διπλανά πετρώματα ανάβλυζε καθάριο).
Μαγείρευα ζυμαρικά που προμηθευόμουνα απ’ τα κοντινά χωριά Λευκόγεια και Ασώματο, έφτιαχνα κρεμμυδόσουπες, αυτοσχέδιο ψωμί (τσαπάτες) που τόψηνα στις φωτιές που κάθε βράδυ ανάβαμε, έπιανα δεκάδες καβούρια καθημερινά μια και το ποτάμι ήταν γεμάτο.
Για την παραλία δεν υπήρχε δρόμος , ούτε οι σημερινές σκάλες. Σκαρφάλωνες ή κατέβαινες απ’ τα βράχια κι έπρεπε για να μην είναι τόσο κουραστικό ,αν ήσουν έξυπνος, να ακολουθάς τις πατημασιές και τις ακαθαρσίες του μοναδικού γάιδαρου που κατέβαινε στην Πρέβελη μαζί με τον παππού που τον οδηγούσε και κατέβαζε μερικές μπύρες , λεμονάδες και πορτοκαλάδες σε μια παράγκα στην άκρη της παραλίας, φτιαγμένη απ’ τα ίδια τα βράχια και μερικά ξύλα.
Ο άλλος δρόμος ήταν μέσα απ’ το ποτάμι. Όταν μέναμε στο παλιό μοναστήρι ή στο περίφημο «Δέλτα», (ένα μικρό κατάφυτο νησάκι που σχηματίζεται εκεί που συναντιούνται δύο ποταμάκια και φτιάχνουν το Μέγα ποταμό που κυλάει μέχρι τη θάλασσα) συνηθίζαμε να κατεβαίνουμε μέσα απ’ το ποτάμι, που αλλού είναι ρηχό κι αλλού αρκετά βαθύ.
Μέχρι το ’83 τελευταία φορά που πήγα έμεινα συνολικά κοντά στα δύο χρόνια.
Συνήθως ζούσα στο παλιό μοναστήρι (κλειστό τώρα) μαζί με άλλους freaks της εποχής, Έλληνες και ξένους ή σε κάποια καβάτζα ψηλά στο ποτάμι μακριά απ’ την παραλία.
Πίναμε νερό απ’ τις πηγές του μοναστηριού ή απ’ το ποτάμι (σε κάποιο σημείο σε κοντινή απόσταση απ’ την κοίτη του και αφού το νερό διηθιζόταν απ’ τα διπλανά πετρώματα ανάβλυζε καθάριο).
Μαγείρευα ζυμαρικά που προμηθευόμουνα απ’ τα κοντινά χωριά Λευκόγεια και Ασώματο, έφτιαχνα κρεμμυδόσουπες, αυτοσχέδιο ψωμί (τσαπάτες) που τόψηνα στις φωτιές που κάθε βράδυ ανάβαμε, έπιανα δεκάδες καβούρια καθημερινά μια και το ποτάμι ήταν γεμάτο.
Για την παραλία δεν υπήρχε δρόμος , ούτε οι σημερινές σκάλες. Σκαρφάλωνες ή κατέβαινες απ’ τα βράχια κι έπρεπε για να μην είναι τόσο κουραστικό ,αν ήσουν έξυπνος, να ακολουθάς τις πατημασιές και τις ακαθαρσίες του μοναδικού γάιδαρου που κατέβαινε στην Πρέβελη μαζί με τον παππού που τον οδηγούσε και κατέβαζε μερικές μπύρες , λεμονάδες και πορτοκαλάδες σε μια παράγκα στην άκρη της παραλίας, φτιαγμένη απ’ τα ίδια τα βράχια και μερικά ξύλα.
Ο άλλος δρόμος ήταν μέσα απ’ το ποτάμι. Όταν μέναμε στο παλιό μοναστήρι ή στο περίφημο «Δέλτα», (ένα μικρό κατάφυτο νησάκι που σχηματίζεται εκεί που συναντιούνται δύο ποταμάκια και φτιάχνουν το Μέγα ποταμό που κυλάει μέχρι τη θάλασσα) συνηθίζαμε να κατεβαίνουμε μέσα απ’ το ποτάμι, που αλλού είναι ρηχό κι αλλού αρκετά βαθύ.
Στην Πρέβελη έμεινα και κάποιους μήνες χειμώνα καιρό κι ήταν πραγματικά δύσκολα. Εκεί με γνώρισα , μηχανευόμουνα τα πάντα για να βρω τροφή, προστάτευα τον εαυτό μου, κατάφερνα να κοιμηθώ ζεστός αγκαλιά με πυρωμένη πέτρα, που την μετακινούσα σ’ όποιο κομμάτι του κορμιού μου κρύωνε.
Ο τόπος ήταν εξωπραγματικός, τροφή για τα μάτια, το κορμί και τη ψυχή. Η ομορφιά του παλιού μοναστηριού με τους μισογκρεμισμένους στάβλους, η ομορφιά του φαραγγιού, του φοίνικα , του ποταμού με τη μεγάλη λίμνη στις εκβολές του , εκεί που έρχονταν τα ψάρια απ’ τη θάλασσα και πηδούσαν σαν έπεφτε ο ήλιος , η ομορφιά του αετού που είχε τη φωλιά του ψηλά στο φαράγγι και τον καταλαβαίναμε απ’ την τεράστια σκιά που σκοτείνιαζε τον ήλιο σαν περνούσε, η ομορφιά των γυμνών κοριτσιών και αγοριών.
Κι όλη αυτή την ομορφιά, εμείς τα φρικιά, την διατηρούσαμε και την προστατεύαμε. Θυμάμαι το 1981 που εμποδίσαμε μέλη απ’ το Γερμανικό κανάλι ZDF, που ήρθαν φορτωμένοι κάμερες και τρίποδες απ’ την άλλη μεριά της παραλίας, να γυρίσουν ντοκιμαντέρ για τους …κρυμμένους παραδείσους. Θυμάμαι κι άλλα πολλά. Θυμάμαι τους ντόπιους βοσκούς που πέταγαν στο ποτάμι ψόφια κατσίκια και για ένα καιρό μέχρι να το ανακαλύψουμε μας είχε θερίσει η δυσεντερία. Θυμάμαι τη μέρα που ελαιοτριβείο ψηλά στο Κουρταλιώτικο φαράγγι άδειασε όλα τα κατάλοιπα απ’ την επεξεργασία της ελιάς στο ποτάμι. Μαύρισε το νερό, βρώμισε όλος ο τόπος, έβγαινα τα καβούρια να σωθούν κι έβλεπες να έχουν άλλα δύο πόδια, άλλα τρία, έχαναν τα πόδια απ’ την τοξικότητα των καταλοίπων… Έφευγα τότε θυμωμένος, αλλά μετά από κάνα δίμηνο σε αγροτικές δουλειές, πάλι στην Πρέβελη γυρνούσα.
Κι ύστερα ήρθε η πρόταση για αξιοποίηση, εκδίωξη των αλητών τουριστών και ανάδειξη του μέρους. Το μόνο που κατάφεραν ήταν η άφιξη των μπάτσων, η εκδίωξη, το κλείσιμο του παλιού μοναστηριού. Αργότερα ήρθαν οι προσεγγίσεις με εκδρομικά απ’ τις κοντινές παραλίες, οι ομπρέλες , οι ξαπλώστρες, το café-bar στην παραλία, το νοίκιασμα κανώ, τα θαλάσσια ποδήλατα, η ξεφτίλα…
Τα είδα, πήγα πέρυσι μετά από σχεδόν 26 χρόνια κι έφριξα, εγώ ο παλιός φρίκος…
Πήγα και φέτος να δείξω την Πρέβελη στα παιδιά μου, το κάλλος δεν κρύβεται όσα σκουπίδια και να του έχουν κρεμάσει.
Τα παιδιά ξέρουν , θα βρουν κι αυτά τη δική τους Πρέβελη, κι όσο και να τους την ασχημύνουν αργότερα , η εσωτερική Πρέβελη θα παραμένει, θα γυρνούν κι αυτά όπως κι εγώ εκεί , χωρίς να χρειαστούν πλοία και εισιτήρια, μια βουτιά στο ποτάμι που κυλάει μέσα μας αρκεί.
Ο τόπος ήταν εξωπραγματικός, τροφή για τα μάτια, το κορμί και τη ψυχή. Η ομορφιά του παλιού μοναστηριού με τους μισογκρεμισμένους στάβλους, η ομορφιά του φαραγγιού, του φοίνικα , του ποταμού με τη μεγάλη λίμνη στις εκβολές του , εκεί που έρχονταν τα ψάρια απ’ τη θάλασσα και πηδούσαν σαν έπεφτε ο ήλιος , η ομορφιά του αετού που είχε τη φωλιά του ψηλά στο φαράγγι και τον καταλαβαίναμε απ’ την τεράστια σκιά που σκοτείνιαζε τον ήλιο σαν περνούσε, η ομορφιά των γυμνών κοριτσιών και αγοριών.
Κι όλη αυτή την ομορφιά, εμείς τα φρικιά, την διατηρούσαμε και την προστατεύαμε. Θυμάμαι το 1981 που εμποδίσαμε μέλη απ’ το Γερμανικό κανάλι ZDF, που ήρθαν φορτωμένοι κάμερες και τρίποδες απ’ την άλλη μεριά της παραλίας, να γυρίσουν ντοκιμαντέρ για τους …κρυμμένους παραδείσους. Θυμάμαι κι άλλα πολλά. Θυμάμαι τους ντόπιους βοσκούς που πέταγαν στο ποτάμι ψόφια κατσίκια και για ένα καιρό μέχρι να το ανακαλύψουμε μας είχε θερίσει η δυσεντερία. Θυμάμαι τη μέρα που ελαιοτριβείο ψηλά στο Κουρταλιώτικο φαράγγι άδειασε όλα τα κατάλοιπα απ’ την επεξεργασία της ελιάς στο ποτάμι. Μαύρισε το νερό, βρώμισε όλος ο τόπος, έβγαινα τα καβούρια να σωθούν κι έβλεπες να έχουν άλλα δύο πόδια, άλλα τρία, έχαναν τα πόδια απ’ την τοξικότητα των καταλοίπων… Έφευγα τότε θυμωμένος, αλλά μετά από κάνα δίμηνο σε αγροτικές δουλειές, πάλι στην Πρέβελη γυρνούσα.
Κι ύστερα ήρθε η πρόταση για αξιοποίηση, εκδίωξη των αλητών τουριστών και ανάδειξη του μέρους. Το μόνο που κατάφεραν ήταν η άφιξη των μπάτσων, η εκδίωξη, το κλείσιμο του παλιού μοναστηριού. Αργότερα ήρθαν οι προσεγγίσεις με εκδρομικά απ’ τις κοντινές παραλίες, οι ομπρέλες , οι ξαπλώστρες, το café-bar στην παραλία, το νοίκιασμα κανώ, τα θαλάσσια ποδήλατα, η ξεφτίλα…
Τα είδα, πήγα πέρυσι μετά από σχεδόν 26 χρόνια κι έφριξα, εγώ ο παλιός φρίκος…
Πήγα και φέτος να δείξω την Πρέβελη στα παιδιά μου, το κάλλος δεν κρύβεται όσα σκουπίδια και να του έχουν κρεμάσει.
Τα παιδιά ξέρουν , θα βρουν κι αυτά τη δική τους Πρέβελη, κι όσο και να τους την ασχημύνουν αργότερα , η εσωτερική Πρέβελη θα παραμένει, θα γυρνούν κι αυτά όπως κι εγώ εκεί , χωρίς να χρειαστούν πλοία και εισιτήρια, μια βουτιά στο ποτάμι που κυλάει μέσα μας αρκεί.
Αφιερωμένο στο φοινικόδασος της Πρέβελης που κάηκε ολοσχερώς χτές Κυριακή και σύμφωνα με τον υπεύθυνο Πολιτικής Προστασίας του Νομού Ρεθύμνης κ. Μπαγιαρτάκη "Πρόκειται για τεράστια καταστροφή για το δεύτερο μεγάλο φοινικόδασος της Κρήτης, καταστροφή οικολογική, πολιτιστική και τουριστική".
http://korydallosipolimas.blogspot.com/2010/08/blog-post_23.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου