Mε γελάσανε τα πουλιά, της άνοιξης τα αηδόνια,
με γέλασαν και μούπανε ο Χάρος δε με παίρνει.
Βάνω, φτιάνω τα σπίτια μου τα μαρμαροχτισμένα,
βάνω στις πόρτες μάλαμα, στα παραθύρια ασήμι,
κι αυτά τα πανωμπάλκονα κι αυτά μαργαριτάρι.
Στο παραθύρι έκατσα λίγο να ξανασάνω.
Βλέπω το Χάρο πόρχεται καβάλα στ΄άλογό του.
Μαύρος αυτός και τ΄άλογο, μαύρο και το σπαθί του.
Σέρνει τους νιούς απ΄τα μαλλιά, τους γέρους απ΄τα γένια,
και τα μικρά- μικρά παιδιά τα σέρνει απ΄το χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου