29 Αυγ 2012

Ιστορίες της Ανατολής: Νισαπούρ κ΄ο Μεγάλος Τρόμος


Αυτό είχε συμβεί δέκα χρόνια πριν τη γέννηση του. Οι κάτοικοι του Νισαπούρ. είχαν ξυπνήσει ένα πρωί με την πόλη τους κυκλωμένη από τούρκους πολεμιστές. Επικεφαλής, δύο αδέλφια —ο Τογκρίλ Μπεγκ, το «Γεράκι», κι ο Τσαγκρί-Μπεγκ, το «Κιρκινέζι»—, γιοι του Ισμαήλ, γιου του Σελτζούκ, τότε άσημοι αρχηγοί νομαδικών φυλών που είχαν πρόσφατα ασπαστεί τον ισλαμισμό. Στέλνουν μήνυμα στους προύχοντες της πόλης: «Λένε πως οι άντρες σας είναι περήφανοι κι ότι στην πόλη σας το γάργαρο νερό κυλάει σε κανάλια υπόγεια. Τολμήστε να μας πολεμήσετε και τα κανάλια σας θα βρεθούν αμέσως πάνω από τη γη κι οι άντρες σας κάτω απ' αυτή.»

Φανφαρονισμοί, συνηθισμένοι σε καιρούς πολιορκίας. Κι όμως οι προύχοντες του Νισαπούρ έσπευσαν να συνθηκολογήσουν, έχοντας πρώτα αποσπάσει την υπόσχεση ότι δεν θα κινδύνευε η ζωή των κατοίκων της πόλης, ότι θα διασφαλίζονταν οι περιουσίες τους, τα σπίτια τους, οι οπωρώνες και τα υδραγωγεία τους. Τι αξίζουν όμως οι υποσχέσεις του νικητή; Μόλις ο στρατός μπήκε στην πόλη, ο Τσαγκρί θέλησε να ξαμολήσει τους άντρες του στους δρόμους και στο παζάρι. Ο Τογκρίλ αντέδρασε, υποστηρίζοντας ότι βρίσκονταν στο μήνα του ραμαζανιού, ότι απαγορευόταν να λεηλατήσουν μια ισλαμική πόλη σε περίοδο νηστείας. Το επιχείρημα είχε απήχηση, αλλά ο Τσαγκρί δεν κατέθεσε τα όπλα. Δέχτηκε μόνο να περιμένει ώσπου να λήξει η κατάσταση χάριτος για τον πληθυσμό.
Όταν οι πολίτες μυρίστηκαν τη διαφωνία των δυο αδελφών, όταν συνειδητοποίησαν ότι από την αρχή του επόμενου μήνα θα παραδίνονταν στη λεηλασία, στο βιασμό και στη σφαγή, άρχισε ο Μεγάλος Τρόμος. Χειρότερος από το βιασμό είναι ο βιασμός που έχει αναγγελθεί, η παθητική, εξευτελιστική αναμονή του αναπόφευκτου τέρατος. Οι πάγκοι στο παζάρι άδειαζαν, οι άντρες έτρεχαν να κρυφτούν, οι γυναίκες κι οι κόρες τους τους έβλεπαν να κλαίνε για την αδυναμία τους. Τι να έκαναν, πώς να έφευγαν, από ποιο δρόμο. Ο κατακτητής βρισκόταν παντού, οι στρατιώτες του με τα πλεγμένα σε κοτσιδάκια μαλλιά σεργιάνιζαν στο παζάρι του Μεγάλου Τετραγώνου, στις γειτονιές και στις συνοικίες, στο χώρο της Καμένης Πύλης, πάντα μεθυσμένοι, πάντα έτοιμοι για χαράτσωμα, για πλιάτσικο, ενώ οι ανεξέλεγκτες ορδές τους τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο.

Δεν ευχόμαστε συνήθως να τελειώσει η νηστεία, να έρθει η μέρα της γιορτής; Κι όμως, τη χρονιά εκείνη, όλοι παρακαλούσαν να παραταθεί αιώνια η νηστεία, να μη φτάσει ποτέ η γιορτή της Διακοπής της. Όταν είδαν το μισοφέγγαρο του νέου μήνα, κανένας δεν σκέφτηκε τα γλέντια, κανένας δεν σκέφτηκε να σφάξει αρνί. Ολόκληρη η πόλη είχε την εντύπωση πως ήταν η ίδια ένα τεράστιο αρνί που το είχαν σιτέψει για να το θυσιάσουν.

Τη νύχτα της παραμονής του γιορτασμού, εκείνη τη νύχτα του Καθαρισμού που κάθε ευχή εκπληρώνεται, χιλιάδες οικογένειες βρήκαν πρόσκαιρο καταφύγιο στα τζαμιά, στα μαυσωλεία των αγίων. Μια νύχτα αγωνίας, δακρύων και προσευχής.

Την ίδια ώρα, μια θυελλώδης συζήτηση είχε φουντώσει στο κάστρο ανάμεσα στους δυο Σελτζουκίδες αδελφούς. Ο Τσαγκρί ούρλιαζε ότι οι άντρες του είχαν μήνες να πληρωθούν, ότι είχαν δεχτεί να πολεμήσουν μόνο γιατί τους υποσχέθηκαν πως θα τους άφηναν ελεύθερους να λεηλατήσουν την πλούσια αυτή πόλη, ότι βρίσκονταν στο χείλος της εξέγερσης κι ότι ο ίδιος, ο Τσαγκρί, δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει περισσότερο.

Ο Τογκρίλ μιλούσε άλλη γλώσσα:

«Είμαστε στην αρχή των κατακτήσεών μας, έχουμε ακόμα να κουρσέψουμε το Ισφαχάν, τη Σιράζ, τη Ράυ, την Ταυρίδα χαι τόσες άλλες πόλεις, ακόμα πιο μακριά! Αν λεηλατήσουμε το Νισαπούρ μετά την παράδοσή του, μετά τις τόσες υποσχέσεις μας, καμιά πόλη δεν θα ανοίξει πια τις πύλες της για να μας δεχτεί, καμιά φρουρά δεν θα υποχωρήσει.»

«Όλες αυτές τις πόλεις που ονειρεύεσαι, πώς θα τις κατακτήσουμε αν μας εγκαταλείψουν οι άντρες μας; 'Ήδη κι οι πιο πιστοί ακόμα παραπονιούνται και απειλούν.»

Οι δυο αδελφοί περιστοιχίζονταν από τους αξιωματικούς τους, τους βετεράνους της φυλής τους που όλοι, με μια φωνή, υποστήριζαν την άποψη του Τσαγκρί. εκείνος, ξεθαρρεύοντας, πετάχτηκε όρθιος, αποφασισμένος να τελειώνει με αυτή την ιστορία:

«Τέρμα οι κουβέντες. Θα επιτρέψω στους άντρες μου να συλήσουν την πόλη. Αν θέλεις να εμποδίσεις τους δικούς σου, δικαίωμά σου. Καθένας το στρατό του.»

Ο Τογκρίλ δεν απαντούσε, δεν σάλευε, το δίλημμα ήταν οδυνηρό. Άξαφνα, ξεμάκρυνε μ΄ ένα σάλτο, άρπαξε ένα στιλέτο.

Αλλά κι ο Τογκρίλ είχε τραβήξει από τη θήκη το σπαθί του. Κανένας δεν ήξερε αν έπρεπε να επέμβει ή να αφήσει, όπως συνηθιζόταν, τους σελτζουκίδες αδελφούς να λύσουν μόνοι τη διαφορά τους με το αίμα. Τότε ο Τογκρίλ φώναξε:

«Αδελφέ, δεν μπορώ να σε αναγκάσω να με υπακούσεις, δεν μπορώ να επιβληθώ στους άντρες σου. Αν όμως τους αφήσεις να λεηλατήσουν την πόλη, θα βυθίσω τούτο το στιλέτο στην καρδιά μου.»

Και, προφέροντας τα λόγια αυτά, έστρεψε στο στήθος του το στιλέτο που κρατούσε με τα δυο του χέρια. Ο αδελφός του, σχεδόν χωρίς δισταγμό, έτρεξε προς τo μέρος του με ανοιχτή αγκαλιά, τον έσφιξε ώρα πολλή στα μπράτσα του κι υποσχέθηκε ότι ποτέ πια δεν θα εναντιωνόταν στη θέλησή του. Το Νισαπούρ είχε σωθεί, δεν θα ξεχνούσε όμως ποτέ τον Μεγάλο Τρόμο....

από την "Σαμαρκάνδη"
του Αμίν Μααλούφ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου