26 Μαΐ 2010

John Mayall And The Bluesbreakers


Εγραψε τη «Νεκρή πόλη», με σκοπό να μιλήσει μέσα από τις νότες του για την παρακμή της αστικής ζωής, τη βία αλλά και τα πλεονεκτήματα της επιστροφής στην επαρχία. Μία ιστορία προσωπική, γεμάτη οικολογικές ανησυχίες, όπως προσωπικές είναι όλες οι ιστορίες του τελευταίου του άλμπουμ, «Blues for the lost days». Ο λόγος, για τον βρετανό «πατέρα» των μπλουζ Τζον Μάγιαλ
Γεννημένος το 1933 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Αγγλίας, ο Μάγιαλ απέκτησε τα πρώτα του μουσικά ακούσματα από τον πατέρα του, ερασιτέχνη, μουσικό. Ο ίδιος άρχισε να μαθαίνει κιθάρα σε ηλικία 12 ετών για να ασχοληθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα με την άλλη μεγάλη του αγάπη, το πιάνο. Τα μπλουζ, τον απέσπασαν γρήγορα από τις κλασικές του σπουδές, όμως ο Μάγιαλ θα αφιερωθεί αποκλειστικά στη μουσική προτού τα τριάντα του. Στο μεταξύ, θα σπουδάσει ζωγραφική στο Manchester College of Art, θα κάνει τη δουλειά του τυπογράφου και γραφίστα και θα σχηματίσει φοιτητής, ακόμη, την πρώτη του μπάντα, με την ονομασία «The Powerhouse Four».

24 Μαΐ 2010

ΤΑ ΠΑΡΑΣΟΛΙΑ

Ακρυλικό σε καμβά
60χ45 εκ.

15 Μαΐ 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

 Εγώ, ταπεινός υπήκοος του πολυχρονεμένου μας αφέντη, άσημος γραφέας στη δούλεψη του έπαρχου της Ανατολής, αθεράπευτος εθνικιστής του δωματίου, ελάχιστο μέρος της κατά των βυζαντινών οικουμένης, βληθείς υπο βολίδος αδύτου φέγγους και εκουσίως
αιχμαλωτησθείς στα δεσμά της οπτασίας που άλλοι ονόμασαν 'μισγάγκια" κι άλλοι "χώρα του αχωρήτου", κατήντησα ακάματος οδοιπόρος, άθλιος διακονιάρης, πτωχός προσκυνητής τόπων αγίων, ελληνικών πόλεων  και λιμένων, εμπορείων φοινικικών, οάσεων ερήμων...... και ακολουθώντας τις συνταγές αρχαίων ελληνοσύριων μάγων και τις συμβουλές παλμυριανών αστρολόγων, τες προτροπές του Ίμπν Μπατούτα και του Γεωργίου Αμοιρούτζη, το παράδειγμα της Αγίας Μαράνας και της σεβασμίας Ούμ Χαράμ, έφτασα εδώ, στη σκιά του δέντρου που άπονες εξουσίες ξερρίζωσαν σε τούτον τον αιώνα.
Έφτασα, λέγω, εδώ, για να αρχινήσω ξανά το παραμύθι, ζητώντας σας για άλλη μιά φορά να με συμπονέσετε και να με ανεχθείτε.
 Λένε πως είμαι ανυπόφορος λογάς. Ένας φαντασιόπληκτος αλλοπαρμένος αλήτης, που φουσκώνει με τες διηγήσεις του τα μυαλά των νομοταγών της ιστορίας. Όμως εδώ δεν είναι διόλου αληθινό κάτι τέτοιο. Άλλωστε το μόνο που ζητώ είναι να μου αφήσετε το κεφάλι στους ώμους, όσο θα χρειαστεί, για να σας διηγηθώ ένα μου ταξίδι. Κι αν με αυτό κερδίσω μιά νύχτα, τότε θα σας περιμένω ξανά την ώρα που ο ήλιος τραβά κατά τη Δύση. Τα ταξίδια στην Ανατολή θα απαλύνουν, ίσως, τη νυχτερινή μας αγωνία ......Μόνο, καλοκυράδες μου και κύρηδες, σφαλείστε τα παραθυρόφυλλα-μην τύχει και μας πάρουνε χαμπάρι οι φύλακες,μην τύχει και τ' ακούσει η γειτονιά και μας κατηγορήσει για ονειροπαρμένους, φεγγαρογεννημένους κι αλαφροίσκιωτους. Ας μείνουν έξω αυτοί. Το δισάκι του οδοιπόρου είναι ελαφρύ μόνο για κείνους που αγαπούν τα ταξίδια περισσότερο απο τον εαυτό τους, και τα λόγια του παραμυθά είναι μπάλσαμο μόνο γι' αυτούς που δεν φοβούνται τα παραμύθια. Κατά τα άλλα, όλα και όλοι θα μένουν πάντα στη θέση τους, αμετακίνητοι. Και μόνο οι παραμυθάδες θα πληρώνουν με το κεφάλι τους τις όποιες παρεκκλήσεις.

..........................................................................................................................
Στο κέντρο της ερήμου, τέσσερις νύχτες μακριά απο τον Ευφράτη κι άλλες τέσσερις ή πέντε μακριά απο την όαση της Δαμασκού, βρίσκεται η μονάκριβη όαση με τις φοινικιές, τις ελιές και τις ροδιές. Την ονόμασαν Ταντμόρ, δηλαδή χουρμαδιά. Και δυό χιλιάδες χρόνια αργότερα, οι Ρωμαίοι την είπαν κι αυτοί Παλμύρα, δηλαδή φοινικούπολη.
 Οι άνθρωποι της ήταν ολιγαρκείς και αυτάρκεις, όπως τα άγρια θηρία που ζούσαν στις λόχμες γύρω. Μα δεν ήταν ούτε αφελείς ούτε πρωτόγονοι. Η έρημος απαιτεί ασκημένες αισθήσεις και τροχισμένο, ζωηρό μυαλό. Κανείς δεν μπορεί να επιβιώσει διαφορετικά σε αυτό το βασίλειο της ανελέητης φύσης.
 Κάθε κόκκος χώματος, όπως και κάθε άστρο, κάθε κρότος, όπως και κάθε σιωπή, έχει το δικό του νόημα και τη δικιά του ουσία- και περιούσιος όποιος έμαθε να ακούει τις σιωπές και να αναγνωρίζει τους ήχους, ευτυχής όποιος κατέχει τον ουράνιο χάρτη και ξέρει και σέβεται τη στείρα γη.
 Οι παλμυρινοί μελετούσαν τα άστρα και τους σεληνιακούς κύκλους, μετρούσαν και κατέγραφαν τις σκιές, τα μεγάθη και τις εποχιακές μετακινήσεις τους. Μύριζαν στον ξηρό αέρα την ύπαρξη του νερού που είχε ναζέψει γούβες-γούβες η γη και θα το κρατούσε μερικές ώρες, δυο-τρείς μέρες ίσως, πριν το ρουφήξει στα έγκατα της, και οδηγούσαν κατά κει τα κοπάδια τους. Γνώριζαν τα αδιόρατα σύνορα που ξεχώριζαν τα βοσκοτόπια κάθε φυλής κι ώσπου να φτάσει η δέκατη τρίτη πανσέληνος είχαν καλύψει με τα πρόβατα τους όλη την έκταση που τους ανήκε και ξανάρχιζαν την περιπλάνηση τους απο την αρχή, μέσαστα όρια της δικής τους νομής.
 Εννιά μακριές λουρίδες υφασμένες απο καμηλότριχο ή κατσικόμαλλο, ραμμένες η μία δίπλα
στην άλλη, αρκούσαν για να φτιάξουν μια στρενόμακρη κι ευρύχωρη σκηνή. Έξι ψηλοί πάσσαλοι για να τη βαστούν και δώδεκα ως δεκατέσσερα ξυλαράκια που τσίτωναν τα σκοινιά στο χώμα γύρω, ψάθες και κιλίμια για το δάπεδο και τα χωρίσματα, στρωσίδια για τον ύπνο, μια σχάρα και δυο τρία μαγειρικά σκεύη, η καμήλα που τα φορτωνόταν για να τα πάει παρακάτω, αυτός ήταν ο καταυλισμός τους, το νοικοκυριό τους, τα φορητά τους υπάρχοντα.

 Κι όσοι δεν ήταν βοσκοί αλλά δούλευαν στα περιβόλια της όασης, στο αρδευτικό έργο, στην αλυκή, στα τσουκαλάδικα ή στα καραβάνια, κατοικούσαν σε χαμηλά κιβωτιόσχημα σπίτια, φτιαγμένα απο ξεραμένες πλίνθες, ίδια με το χρώμα και την υφή της γης, χωρίς πολλά ανοίγματα, για να μην μπαίνει το φως και η ζέστη τη μέρα, το κρύο τη νύχτα. Μα κι αυτοί είχαν τόσα υπάρχοντα όσα και οι βοσκοί. Ακόμα και οι μικροί αυτοσχέδιοι αργαλειοί τους ήταν φορητοί. Τέντωναν το νήμα σε έξι κοντόχοντρα πασσαλάκια που έχωναν στη γη και ύφαιναν καθισμένοι κατάχαμα.
 Με μια κολοκύθα κι ένα έντερο έφτιαχναν τη μονόχορδη ραμπάμπα τους. Και τις μακριές αφέγγαρες νύχτες του χειμώνα, τις ώρες του μεγάλου πανικού και της αβάσταχτης ερημιάς, έσκιζαν τα μαύρα σκοτάδια με την γλυκόπικρη φωνή τους, που τη συνόδευε σιγά και μαλακά ο ήχος του αρχαίου οργάνου, κι απαλύνοντας τον πόνο μείωνε τον τρόμο, εξόρκιζε την αβυσσαλέα νύχτα κι απομάκρυνε τα ακαθόριστα πνεύματα του σκότους που λυσσομανούσαν μέχρι την αυγή.

 Με τέσσερις λουρίδες απο κατσικόμαλλο έφτιαχναν τον αδιάβροχο, βαρύ, αμπά τους, και με δύο μικρά κομμάτια έφτιαχναν την κουκούλα που έραβαν γύρω απο το άνοιγμα του λαιμού. Την φορούσαν, ριχτό στους ώμους, οι βοσκοί και οι καμηλιέρηδες νύχτα μέρα . Μ' αυτόν κοιμόντουσαν, μ΄αυτόν ζούσαν. Κι όταν ένοιωθαν στον αέρα το προμήνυμα της ανεμοθύελλας που πλησίαζε, κι άλλαζαν οι μυρωδιές και πλήθαιναν οι ανεπαίσθητοι θόρυβοι, γύριζαν την πλάτη τους στην κατεύθυνση του κακού που ερχόταν, σήκωναν της άκριες του κεφαλομάντηλου και τύλιγαν μ΄αυτές το πρόσωπο τους, έσκυβαν το κεφάλι καικατέβαζαν την κουκούλα ως τα μάτια, μάζευαν το σώμα, λύγιζαν τα πόδια, γίνονταν ένα κουβαράκι μέσα στον αμπά και περίμεναν να ξεσπάσει και να καταλαγιάσει η οργή των δαιμόνων, να κατακαθίσει ο κουρνιαχτός και να γαληνέψει η φύση.
 Κι έχουνε να λένε πως κάποτε ένα παιδόπουλο απο τη Σιδώνα  μπήκε στη δούλεψη ενός καμηλιέρη, γιατί βαρέθηκε -καθώς έλεγε- τη θάλασσα και ήθελε να γνωρίσει την έρημο. Στο πρώτο ταξίδι τα πήγε καλά. Στο δεύτερο καλύτερα. Μα στο τρίτο πια βαρέθηκε. Αποφάσισε τότε να κλέψει δυό σακούλια γκρίζα μαργαριτάρια και δυό φλασκιά πανάκριβα μυρωδικά και να το σκάσει νύχτα απο την Παλμύρα, να γυρίσει στη Φοινίκη. Έτσι και έγινε.
Και οι αποθηκάριοι, που τον πήραν χαμπάρι, καμώθηκαν πως κοιμόντουσαν και τον άφησαν να φύγει. Νόμιζε πως θα έβρισκε εύκολα το δρόμο κατά τη Δύση, ακολουθώντας τον ήλιο. Μα τη δεύτερη μέρα χάθηκε και, διψασμένος καθώς ήταν, ζητούσε συγχώρεση απο τους θεούς για το αμάρτημά του. Ας ήταν τα φλασκιά γεμάτα νερό και τα σακούλια γεμάτα χουρμάδες, έλεγε και ξανάλεγε και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισε να κλέψει μυρωδικά και μαργαριτάρια. Την τρίτη μέρα, λίγο πριν το σούρουπο, τον βρήκαν οι φρουροί της ερήμου σε άθλια κατάσταση. Τον τύλιξαν σ' έναν αμπά και τον πήγαν πίσω στο αφεντικό του στην Παλμύρα.
  "Να συνέλθεις γρήγορα", είπε ο καμηλιέρης. "Με το νέο φεγγάρι θα φύγουμε για την Υπερωξειανή. Εσύ θα αναλάβεις τη φρούρηση του καραβανιού που θα μεταφέρει τους πολύτιμους λίθους".
  Το παιδί δεν μίλησε. Σήκωσε με κόπο το κεφάλι του και κοίταξε στα μάτια το αφεντικό του.
  "Πήγαινε στο σπίτι μου να φας και άσε τη μάνα μου να περιποιηθεί τις πληγές σου", είπε πάλι ο καμηλιέρης. "Τώρα που έμαθες να ξεχωρίζεις τον ευλογημένο πλούτο απο τον άχρηστο, είσαι πια δικός μας". Κι αφού ξεπλήρωσε με τα εύρετρα τους φρουρούς, έδωσε, λένε, τα υπόλοιπα μαργαριτάρια στο φοινικόπουλο, για νάχει να ξοδεύει όταν φτάνουνε με το καραβάνι στις πόλεις που είναι χτισμένες πάνω στους ποταμούς, στις πόλεις τις χτισμένες στη θάλασσα......

 Μαριάννα Κορομηλά  "Τέσσερις ιστορίες για μια χαμένη πανσέληνο"

14 Μαΐ 2010

ΚΑΛΛΟΝΗ JAZZ FESTIVAL


jazz festival στη πλατεία της Σκάλας Καλλονής την Τετάρτη 5 Μαίου 2010.
Παρόλο που το συγκρότημα δεν είχε αρκετές πρόβες στο ενεργητικό του, πρέπει να είναι η πρώτη δημόσια εμφάνιση μ' αυτό το σχήμα, τους αξίζουν συγχαριτήρια για την εξαιρετική βραδιά που χάρισαν στους παρευρισκόμενους μουσικόφιλους και μη.
και το φιναλε με την παρουσίαση των μουσικών

12 Μαΐ 2010

Be happy. It is an order!

Τουρκικό φιλμάκι για τη μουσική ,απολαύστε το και συγκρίνετε τους γείτονες

11 Μαΐ 2010

simon bolivar youth orchestra of venezuela

Στη Βενεζουέλα , εδώ και περίπου 30 χρόνια, ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα, το El Sistema (Fundacion del Estado para el Sistema Nacional de lasOrquestas Juveniles e Infantiles de Venezuela). Ο μουσικός Χοσέ Αμπρέου βάλθηκε να μαζέψει παιδάκια από τις πιο φτωχές, τις πιο απομακρυσμένες περιοχές, τις πιο βουτηγμένες στο έγκλημα και στο πάρε-δώσε των ναρκωτικών, και να τα κάνει μουσικούς. Το πράγμα προχώρησε σιγά-σιγά, χωρίς λεφτά και άρχισε να αποδίδει καρπούς. Πέρασαν τα χρόνια, 250.000 (!) παιδάκια έμαθαν μουσική, και άρχισαν να φτιάχνονται σχολικές ορχήστρες. Οι ορχήστρες σε όλη τη χώρα ξεπέρασαν τις 100 και από αυτές οι 90 είναι συμφωνικές!. Οι καλύτεροι απ' αυτούς τους νεαρούς μουσικούς μαζεύονται σε κεντρικές ορχήστρες, με κορυφή την Ορχήστρα Σιμόν Μπολιβάρ, που αυτή την εποχή διευθύνει άλλο ένα προϊόν του del Sistema, ο 28χρονος μαέστρος Γουστάβο Ντουνταμέλ, που είναι επίσης εδώ και λίγους μήνες ο νέος μαέστρος της Φιλαρμονικής του Λος Άντζελες!

Έκαναν τουρνέ οι Βενεζουελανοί πιτσιρικάδες με τον πιτσιρικά μαέστρο τους και παίξανε και στο Σάλτσμπουργκ! Μάλλον καλά θα έπαιξαν, γιατί οι απαιτητικοί Αυστριακοί ζήτησαν και ανκόρ! Ξεκίνησε το ανκόρ με ένα ταρατατζούμ κάπως οικείο και με την πρώτη φράση των εγχόρδων, οι φιλόμουσοι Αυστριακοί αναγνώρισαν το κομμάτι και χειροκρότησαν. Μάλλον δεν περίμεναν ότι οι Ινδιάνοι πιτσιρικάδες θα τολμούσαν να παίξουν Στράους και μάλιστα στην Αυστρία! Και κάνει zoom out η κάμερα και θολώνει ο νους. Πρόκειται για ΜΕΓΑΛΗ ορχήστρα, διπλή, καμμιά διακοσαριά άτομα. Και παίζουν καλά οι άτιμοι!

Πίσω δε από τη μεγάλη αυτή ορχήστρα, βρίσκεται μιά "μικρότερη", η ορχήστρα "Τερέσα Καρρένιο", που απαρτίζεται από ακόμα νεαρότερους Βενεζουελανούς, αμούστακα παιδιά που πάνε ακόμα σχολείο.


Στο πρώτο βίντεο οι πιτσιρικάδες, που αν δεν υπήρχε η ορχήστρα, το πιθανότερο θα ήταν να έχουν γίνει βαποράκια, τρελλαίνουν τους εκστασιασμένους Αυστριακούς.
Στο δεύτερο, οι ακόμα πιό πιτσιρικάδες, παίζουν live στο Καράκας. Είναι ντυμένοι με τα καθημερινά τους ρούχα, τα τζην τους τα σκισμένα, τα χαϊμαλιά τους και αργότερα με τη φόρμα της εθνικής Βενεζουέλας. Και δεν παίζουν ότι να ναι. Ξεκινούν με το δεύτερο μέρος της δέκατης συμφωνίας του Σοστακόβιτς, που οι ειδικοί χαρακτηρίζουν σαν ένα από τα πιό γρήγορα και απαιτητικά κομμάτια της κλασσικής μουσικής και συνεχίζουν με ένα λατινοαμερικάνικο του Μεξικανού συνθέτη Αρτούρο Μάρκες.

Και αφού τους ακούσετε, θυμηθείτε οτι είναι μικρά παιδιά από μιά χώρα χωρίς ιδιαίτερη παράδοση στην κλασσική μουσική και που οι συνθήκες ζωής οδηγούν τους ανθρώπους στο έγκλημα από την παιδική τους ηλικία.
Α, και κάτι άλλο! Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Βενεζουέλας είναι το ένα τέταρτο απ' αυτό της χώρας μας, που επιπλέον έχει χρεοκοπήσει

πηγη
σύνδεσμοι

9 Μαΐ 2010

ας χαλαρώσουμε !

Ραβί Σανκάρ και Αννούσκα Σάνκαρ: Raga Anandi Kalyan



«Τα αγαθά που μας προσφέρει η γη αρκούν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες όλων μας, όχι όμως και την απληστία ενός και μόνον ανθρώπου» είχε πει ο Μαχάτμα Γκάντι. Πιστός σε αυτή τη ρήση, ο πολυβραβευμένος ινδός μουσικός, ως πρεσβευτής της κουλτούρας του στη Δύση, δεν πρόκειται να δώσει στην Ελλάδα αυτό που λέμε απλώς μια «επιτυχημένη συναυλία». Τα έσοδα της εμφάνισής του στη χώρα μας (στη μουσική σκηνή «Σφεντόνα») θα διατεθούν στην ActionAid.
Μουσικός πλούτος εναντίον της φτώχειας του πλανήτη.
απο το "βήμα" ένεκα μιας επίσκεψης του Σανκάρ το 2003

Έλληνες και Ινδοί
Πετρολούκας Χαλκιάς
δεν μπορώ μανούλα μ' δεν μπορώ

Κυριτσης Αντωνης (Τραγουδι) -
Πετρολουκας Χαλκιας (Κλαρινο)-
Χαλκιας Αχιλεας (Βιολι) -
Γουλας Χρηστος Λαουτο -
Κοντος Νικος Ντεφι -
Ινδια:
Rakesh Chaurasia (Bansuri),
Shubankar Banerjee (tabla),
Rabindra Goswami (sitar), -
Debashish Dey (τραγουδι) - 

στο youTube έχουν ανέβει αρκετά αποσπάσματα απο τη θρυλική πια συναυλία με τον τίτλο ΕΛΛΗΝΟ-ΙΝΔΙΚΗ ΕΘΝΙΚ 

καλή ακρόαση

2 Μαΐ 2010

Πώς η μουσική έγινε βιομηχανία

Στέλιος Ελληνιάδης

Θεωρούμε τις αλλαγές που φέρνουν οι σημερινές τεχνολογίες στη μουσική επαναστατικές επειδή τις βιώνουμε, αλλά και γιατί αγνοούμε τις πραγματικές επαναστάσεις που προηγήθηκαν για να φτάσουμε στην ψηφιακή εποχή.
Αλλαγές που δεν επηρέαζαν απλώς αλλά ανέτρεπαν εκ βάθρων τους τρόπους με τους οποίους η μουσική συλλαμβάνεται, αναπαράγεται και διαδίδεται.
Ο David Suisman, στο βιβλίο «Πουλώντας ήχους - Η εμπορική επανάσταση στην αμερικάνικη μουσική» (εκδ. Harvard University Press), ξεκινώντας από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, επισημαίνει τα άλματα που διαμόρφωσαν τη μουσική βιομηχανία στις ΗΠΑ, η
οποία παίρνει τα τραγούδια από τους τροβαδούρους και τα πουλάει σαν ένα βιομηχανικό προϊόν. Η μέχρι τότε «ζωντανή» μετάδοση των τραγουδιών αντικαθίσταται από την κυκλοφορία τους μέσω υλικών φορέων, από τη μαζική παραγωγή των τραγουδιών σε παρτιτούρες. Οι εκδοτικές εταιρείες τυπώνουν νότες και λόγια, αλλά δημιουργούν και δίκτυα διανομής-πώλησης και διαφημίζουν τα προϊόντα τους από τα μουσικά θέατρα, τις σάλες χορού και τους περιφερόμενους τραγουδιστές. Μια μεγάλη επιτυχία τυπωμένη σε χαρτί μπορεί να πουληθεί σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Το 1892-93, η παρτιτούρα του «After the Ball» ξεπερνάει σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα!
Ηχος από το μηχάνημα
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Εμίλ Μπερλίνερ παρουσιάζει το γραμμόφωνο με τις πλάκες που αποτελεί μετεξέλιξη του κυλινδρικού φωνόγραφου του Θωμά Εντισον. Ετσι γεννιούνται οι εταιρείες δίσκων. Αυτή είναι η επόμενη επανάσταση που συμβάλλει αφάνταστα στη διάδοση της μουσικής, αλλά έχει και τρομερές παρενέργειες, αφού υποκαθιστά την παρουσία των ερμηνευτών, καταργεί τα όργανα και βάζει περιορισμούς στη δημιουργία. Βασική συνέπεια είναι ότι η μουσική μπορεί να παίζεται χωρίς μουσικούς. Ο καταναλωτής συνηθίζει στην ιδέα ότι η μουσική βγαίνει από ένα αυτόματο μηχάνημα και όχι κατευθείαν από το σώμα κάποιου ανθρώπου. Επίσης, μπορεί να την αποθηκεύει και να τη μεταφέρει κατά βούληση.

Αλλάζει και το περιεχόμενο, αφού η μεσαία τάξη είναι θρησκευόμενη και αυστηρών ηθικών αρχών. Κι επειδή ο πελάτης δεν είναι ομοιόμορφος κοινωνικά, εθνικά και πολιτισμικά από περιοχή σε περιοχή στην αχανή χώρα, οι έμποροι προσπαθούν να κατασκευάσουν ένα είδος τραγουδιού απλοποιημένο και οικουμενικό για να αρέσει σε όλους. Ετσι γεννιέται η ποπ κουλτούρα. Και τα hits.
Ιρλανδοί, Γερμανοί δεύτερης γενιάς και γερμανικής καταγωγής εβραίοι δημιουργούν τους πρώτους μουσικούς οίκους με πνεύμα κοσμοπολίτικο, αστικό, ανοιχτό και δυναμικό. Οι Αφροαμερικανοί είναι επίσης ενεργοί, αλλά όχι ισότιμα. Θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να εμφανιστεί η πρώτη μεγάλη μουσική εταιρεία που ανήκει σε μαύρους (Black Swan Records, 1919). Το ράγκταϊμ, από την αρχή σχεδόν, γίνεται το δημοφιλέστερο εμπορικό προϊόν, παρ' όλο που δέχεται κριτικές για προσβολή των ηθών με τις απελεύθερες σωματικές χορευτικές κινήσεις.
Ηδη το 1910, οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» γράφουν ότι λειτουργούν «εργοστάσια τραγουδιών» που παράγουν και πουλάνε τραγούδια μόνο για κέρδος, όπως συμβαίνει με κάθε βιομηχανικό προϊόν. Ο μοναχικός τραγουδοποιός που τα κάνει όλα μόνος του -έμπνευση-συγγραφή-ερμηνεία-διάδοση- αντικαθίσταται από μια μονάδα δομημένη καπιταλιστικά με καταμερισμό εξειδικευμένης εργασίας. Εκδότης, συνθέτης, στιχουργός, ενορχηστρωτής, μουσικός, ερμηνευτής, διαφημιστής, δικηγόρος, πωλητής κ.ά. μοιράζονται τους ρόλους. Ολο και περισσότερα τραγούδια γράφονται κατά παραγγελία από μισθωτούς συνθέτες/στιχουργούς για λογαριασμό της εταιρείας και κυκλοφορούν ανώνυμα. Οι τραγουδοποιοί δεν θεωρούνται καλλιτέχνες αλλά εργάτες. Είναι ελάχιστοι αυτοί που μετά από μερικές επιτυχίες εξασφαλίζουν ένα μικρό ποσοστό από πωλήσεις. Η τυποποίηση και όχι η καινοτομία είναι η σπονδυλική στήλη της νέας βιομηχανίας που, από την αρχή του 20ού αιώνα, διαχειρίζεται μια πρωτοφανή έκρηξη παραγωγής τραγουδιών με κέντρο τη Νέα Υόρκη.
Το 1914, μετά το νόμο για το copyright (1909), ιδρύεται από συνθέτες, στιχουργούς και εκδότες η εταιρεία διαχείρισης δικαιωμάτων (ASCAP), που με δικαστικούς αγώνες αλλάζει ακόμα περισσότερο το τοπίο της δημόσιας εκτέλεσης των τραγουδιών. Εφεξής, όποιος παίζει ή αναμεταδίδει δημόσια ένα τραγούδι πρέπει να πληρώνει. Ακόμα και για το «Happy birthday to you», η Warner εισπράττει δικαιώματα!
Και ακολουθεί ο ομιλών κινηματογράφος, με ενσωματωμένες μουσικές που αυτομάτως εξαφανίζουν τους μουσικούς που συνόδευαν τις βουβές ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Από 22.000 μουσικούς το 1926, απομένουν μόνο 4.100 το 1934. Ενώ το ραδιόφωνο δημιουργεί νέα δεδομένα στην ακρόαση των ήχων. Σταδιακά, οι μέτοχοι και οι διευθυντές των εταιρειών αποκτούν τον πλήρη έλεγχο του τραγουδιού, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τους δημιουργούς -συνθέτες, στιχουργούς και μουσικούς- που αποτελούν πλέον μέρος του «προσωπικού» της μουσικής βιομηχανίας, μέχρι σήμερα. Οι δευτερεύουσες χρήσεις των τραγουδιών (ringtones κ.λπ.) κερδίζουν έδαφος και το τραγούδι αποκτά bar code!
πηγή: Ελευθεροτυπία, 25-4-2010