29 Ιουλ 2010

Rufus Cappadocia ο τσελίστας



Ο Rufus Cappadocia είναι Αμερικανο-καναδός τσελίστας που παίζει με ένα τροποποιημένο τσέλο


Γεννήθηκε στο  Hamilton  του Οντάριο και ξεκίνησε να παίζει τσέλο απο τριών χρονών

Σπούδασε στο McGill University στο  Μόντρεαλ όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους ήχους κα ι λιγότερο γνωστές μουσικές στο τμήμα εθνο-μουσικολογίας

Παράτησε το σχολείο και ταξίδεψε στην Ισπανία και τη Γαλλία όπου δούλεψε ως μουσικός δρόμου συλλέγοντας ήχους και ρυθμούς,
Για να ξεχωρίζει μέσα στούς μουσικούς του δρόμου πρόσθεσε μία χορδή  πιο μπάσα ακόμη, μια bass register!
Έφυγε απο την Ευρώπη και τώρα έχει βάση την Ν.Υόρκη.
Το ιδιαίτερο του στυλ είναι ένα μίγμα απο blues, βαλκανικής και μεσανατολικής μουσικής

Έχει συνεργαστεί με τον κιθαρίστα David Fiuczynski,την τραγουδίστρια και συνθέτη Bethany Yarrow και τους τζαζίστες paradox trio,
 το 1999 συνεργάστηκε με το ross Daly και ηχογράφησαν τη  ΣΥΝΑΥΓΕΙΑ  με τους Chemirani Trio απο την ινδια και τον Γιώργο Συμεωνίδη.

πηγη
πηγη

26 Ιουλ 2010

CALEXICO



 

Δε χρειάζεται να γνωρίζει κανείς την προέλευσή τους. Το «προδίδει» αμέσως η μουσική τους. Στο άκουσμά της, ο νους πλάθει εικόνες της ερήμου από αμερικανικά road movies, με βενζινάδικα στη μέση του πουθενά, ήλιο, άνεμο, κάκτους, σκόνη στο παρμπρίζ. Αυτοί είναι οι Calexico. Προέρχονται από την πόλη που βρίσκεται στα σύνορα της πολιτείας της Καλιφόρνια με το Μεξικό, κοντά στην έρημο της Αριζόνα. Το όνομά της είναι συνδυασμός των Cali-fornia και Me-xico, ενώ κατ’ αναλογία, στην άλλη πλευρά των συνόρων, βρίσκεται η πόλη... Mexicali! Το πλέον αναγνωρίσιμο για το αυτί του μέσου Έλληνα κομμάτι των Calexico «ντύνει» μουσικά εδώ και λίγα χρόνια τους τίτλους της τηλεοπτικής εκπομπής «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη. Λέγεται «Stray» και προέρχεται από το δεύτερο άλμπουμ των Calexico, «The Black Light» (1998), ενώ γνώριμο είναι και το «Ballad of Cable Hogue», που ακούγεται στη γερμανική ταινία «Lammbock» (2001).
Το πρώτο στούντιο άλμπουμ των Calexico κυκλοφόρησε σε μόλις 2.000 αντίτυπα το 1996 και τίτλο «Spoke» από τη γερμανική δισκογραφική Hausmusik, ίσως... επειδή ηχογραφήθηκε σε κατ’ οίκον στούντιο, όπου οι Burns και Convertino πειραματίζονταν με τα μουσικά όργανά τους. «Spoke» ήταν και η αρχική τους ονομασία προτού καταλήξουν στο Calecixo. Κατόπιν, υπέγραψαν στη δισκογραφική Quarterstick/Touch and go Records, υπό την οποία το 1997 επανακυκλοφόρησε το «Spoke». Την επόμενη χρονιά, έβγαλαν τον δεύτερο δίσκο τους, με τίτλο «The Black Light», λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές. Πρόκειται για ένα θεματικό άλμπουμ, που εστιάζει στην έρημο της Αριζόνα και το βόρειο Μεξικό, κατατόπια γνωστά τόσο γεωγραφικά, όσο και μουσικά στους Calexico. Ταυτοχρόνως, έπαιζαν σαν support σε συναυλίες των Pavement, Dirty Three και Lambchop. Προϊόν της δραστηριότητάς τους αυτής ήταν ο δίσκος «Road Map» (1999), που οι Calexico διέθεταν αποκλειστικά στις συναυλίες τους. Η προσθήκη κόρνου και βιολιού χαρακτηρίζει τον τρίτο δίσκο τους, «Hot Rail» που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2000.
Πρώτη φορά είδαν το όνομά τους στο Billboard και ειδικότερα στον κατάλογο των ανεξάρτητων δίσκων (Heatseekers and Independent list) με το «Feast of Wire» το 2003. Ηταν η ώρα να γυρίσουν το πρώτο τους βίντεοκλιπ για το ρυθμικό και ελαφρά μελαγχολικό σινγκλ «Quattro», ενώ από τον ίδιο δίσκο προέρχεται και το κομμάτι «Guero Canelo» που ακούγεται στην ταινία του Michael Mann «Collateral - Η διαδρομή», με τον Tom Cruise και τον Jamie Foxx. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το live dvd τους «World Drifts In: Live at The Barbican» και το ΕΡ «Convict Pool» που περιείχε διασκευές. Στο ενεργητικό τους έχουν, ακόμη, να επιδείξουν μια συνεργασία με τη Nancy Sinatra, στο ομώνυμο άλμπουμ της οποίας συνεισέφεραν με το τραγούδι «Burnin’ Down The Spark» στα τέλη του 2004. Την ίδια χρονιά και για ένα μέρος του 2005 ανέπτυξαν και άλλες συνεργασίες με τους Neko Case και Laura Cantrell. Τον Σεπτέμβριο του 2005 κυκλοφόρησαν το ΕΡ «In the Reins», στο οποίο συνέπραξαν με τον Sam Beam των Iron and Wine, ένα folk συγκρότημα από τη Νότια Καρολίνα. Το άλμπουμ ανέβηκε ώς το Νο 12 στον κατάλογο των ανεξάρτητων άλμπουμ του Billboard, ενώ με αυτό είδαν και την πρώτη τους είσοδο και στον «κανονικό» κατάλογο του Billboard.


. Ξεχωριστές στιγμές από το «In the Reins» αποτελούν τα «He Lays In the Reins» και «Burn That Broken Bed». Ήχος κατά τι διαφορετικός σε σύγκριση με τις προηγούμενες δουλειές τους, με μεγαλύτερη έμφαση στα φωνητικά και την κιθάρα και λιγότερο στα πνευστά προσδίδει έναν πιο mainstream χαρακτήρα στο πέμπτο άλμπουμ τους. Το «Garden Ruin» κυκλοφόρησε το 2006, με παραγωγό τον J.D. Foster. Το φθινόπωρο του 2007 εμφανίστηκαν στη συναυλία που δόθηκε προς τιμήν του Bob Dylan στο Beacon Theater της Νέας Υόρκης. Ταυτόχρονα, δούλευαν το καινούριο υλικό τους, το αποτέλεσμα του οποίου ήταν το έκτο στούντιο άλμπουμ τους, «Carried to Dust», που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2008. Σε αυτό συνεργάστηκαν ξανά με τον Sam Beam αλλά και μουσικούς από το παλαιότερο άλμπουμ τους, «Feast of Wire». Μάλιστα, σύμφωνα με το allmusic.com, το κομμάτι «The Crystal Frontier» χρησιμοποιήθηκε ως... ξυπνητήρι για τους αστροναύτες του διαστημικού λεωφορείου Discovery το καλοκαίρι του 2008! Οι Calexico έχουν επισκεφθεί αρκετές φορές την Ελλάδα, με πιο πρόσφατη τον Ιανουάριο του 2009.♦


ΠΗΓΗ

21 Ιουλ 2010

Η ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΚΙΟΛΙΑ

Σωκράτη μας,

πριν οκτώ χρόνια που σε παντρέψαμε είχες γεμίσει μια μεγάλη εκκλησία με φίλους και γνωστούς για να σου ευχηθούν να ζήσεις. Χθες, γέμισες πάλι εκτός από την εκκλησία και όλη την πλατεία για το τελευταίο αντίο.

Θέλουμε να ευχαριστήσουμε από την ψυχή μας όλους, γνωστούς και άγνωστους, που συμμετέχουν στον πόνο μας για τον άδικο χαμό σου.

Τα στοιχεία της ψυχής σου, η βαθειά σου πίστη, η καθαρότητα της ζωής σου και η φιλάνθρωπη καρδιά σου μας βεβαιώνουν ότι είσαι στην αγκαλιά του Θεού και αυτό είναι η μόνη μας παρηγοριά.

Ευχόμαστε η θυσία σου να λειτουργήσει σαν ξυπνητήρι στη συνείδηση του ελληνικού λαού.

Η γυναίκα σου, οι γονείς σου και τα αδέρφια σου σαν το καλύτερο μνημόσυνο ζητούν από το Θεό να συγχωρέσει τους φονιάδες σου όπως και συ θα ήθελες.

16 Ιουλ 2010

14 Ιουλ 2010

Ύμνος άπας ηττάται..


Ένας από τους καλύτερους βιολιστές στον κόσμο παίζει εξαίσια μουσική παριστάνοντας τον πλανόδιο μουσικό την ώρα της πρωινής αιχμής σε σταθμό του μετρό της Ουάσιγκτον. Άραγε πόσοι θα σταματήσουν για να τον ακούσουν;

Το πείραμα έκανε η «Ουάσιγκτον Ποστ». Ο βιολιστής ήταν ο 39χρονος Τζόσουα Μπελ, διεθνούς φήμης βιρτουόζος που τρεις μέρες νωρίτερα είχε γεμίσει τη μεγαλοπρεπή Αίθουσα Συμφωνικής Μουσικής της Βοστώνης.

Το βιολί του, ένα πολύτιμο Στραντιβάριους.

Στις 7.51 π.μ. της Παρασκευής 12 Ιανουαρίου, την ώρα της πρωινής αιχμής, σ΄ έναν σταθμό που εξυπηρετεί κυρίως εργαζομένους σε κυβερνητικά γραφεία, ο Μπελ, ντυμένος με τζιν, μπλουζάκι και καπέλο του μπέιζμπολ, εκτέλεσε μέσα σε 43 λεπτά της ώρας έξι αριστουργήματα της κλασικής μουσικής- ξεκίνησε με το «Chaconne» από την παρτίτα Αρ. 2 του Μπαχ. Μπροστά του είχε ανοιχτή τη θήκη του βιολιού, με μερικά δολάρια για «μαγιά».

Τρία λεπτά πέρασαν χωρίς να συμβεί το παραμικρό. Εξήντα τρεις άνθρωποι είχαν ήδη περάσει όταν ένας μεσήλικας κοντοστάθηκε για κλάσμα του δευτερολέπτου και έστρεψε το κεφάλι προς τον μουσικό. Μισό λεπτό αργότερα, μια γυναίκα έριξε ένα δολάριο στη θήκη και απομακρύνθηκε. Χρειάστηκε να περάσουν έξι λεπτά για να σταματήσει κάποιος, να ακουμπήσει στον τοίχο και να ακούσει.

Στα τρία τέταρτα που έπαιξε ο Μπελ πέρασαν από μπροστά του 1.097 άνθρωποι. Επτά σταμάτησαν τουλάχιστον ένα λεπτό για να απολαύσουν τη μουσική. Είκοσι επτά έδωσαν χρήματα, οι περισσότεροι χωρίς να επιβραδύνουν- συγκεντρώθηκαν 32 δολάρια και κάτι ψιλά. Απομένουν 1.070 άνθρωποι που πέρασαν χωρίς να καταλάβουν τίποτε, πολλοί μόλις ένα μέτρο μακριά από τον βιρτουόζο, οι περισσότεροι χωρίς καν να γυρίσουν το κεφάλι. Και στις τρεις ομάδες υπήρχαν λευκοί, μαύροι και ασιάτες, νέοι και ηλικιωμένοι, άνδρες και γυναίκες. Μία μόνο δημογραφική ομάδα είχε απολύτως συνεπή συμπεριφορά. Κάθε φορά που περνούσε ένα παιδί, προσπαθούσε να σταματήσει για να δει και να ακούσει. Και κάθε φορά ένας γονιός το έσπρωχνε μακριά.

Όλα βιντεοσκοπήθηκαν με μια κρυφή κάμερα. Στην ταινία βλέπεις ανθρώπους να περνούν κατά κύματα, με χάρτινα ποτήρια καφέ στο χέρι και κινητά στο αυτί, σ΄ έναν θλιβερό χορό αδιαφορίας, αδράνειας και βιασύνης. Ο βιολιστής μοιάζει αποκομμένος από το κοινό του, που δεν τον βλέπει και δεν τον ακούει- ένα φάντασμα. Όμως είναι ο μοναδικός που βρίσκεται πραγματικά εκεί- τα φαντάσματα είναι οι άλλοι.

Αν δεν μπορούμε να βρούμε λίγο χρόνο στη ζωή μας για να ακούσουμε έναν από τους καλύτερους μουσικούς στον κόσμο να παίζει μερικά από τα καλύτερα μουσικά κομμάτια που έχουν γραφτεί ποτέ, σχολιάζει η «Ποστ», αν η πίεση της σύγχρονης ζωής μάς κατακυριεύει σε σημείο να γινόμαστε κωφοί και τυφλοί σε κάτι τέτοιο, τότε τι άλλα πράγματα μπορεί να χάνουμε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε;
Τα Νέα, 13 Απριλίου 2007
πηγη

6 Ιουλ 2010

περί ελευθερίας!



Αν αγαπάς κάτι , άστο ελεύθερο.
Αν επιστρέψει, θα είναι δικό σου για πάντα…
Αν δεν επιστρέψει, δεν ήταν ποτέ δικό σου… .
Αλλά….
Αν κάθεται στο σαλόνι σου, χρησιμοποιεί το τηλεκοντρόλ σου, ανακατώνει τα πράγματά σου, τρώει το φαγητό σου, μιλάει στο τηλέφωνό σου, δανείζεται το αυτοκίνητό σου, παίρνει τα λεφτά σου και δε φαίνεται να συνειδητοποιεί πως το έχεις αφήσει ελεύθερο τότε…
…προφανώς είτε το έχεις παντρευτεί είτε το έχεις γεννήσει
πηγη

5 Ιουλ 2010

ο Ξεπεσμένος Δερβίσης


«Δύο, τρεις, πέντε, δέκα σταλαγμοί.»
Με ήχους, ρυθμό και υγρασία, ξεκινά ο Ξεπεσμένος Δερβίσης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μοναδικό κείμενο στη νεοελληνική γραμματεία ― και στη διεθνή. Δεν είναι διήγημα τυπικό, δεν είναι δοκίμιο, δεν είναι ποίημα. Είναι ένα φιλμ με λέξεις και ήχους και αισθήσεις, λυρικό μοντάζ αποσπασμάτων μουσικά αρμοσμένων, με ποιητικό ειρμό. Κι είναι μια ελεγεία για τον αθηναϊκό βίο, τόσο ταιριαστή στα σημερινά μας.
Εξι σελίδες βιβλίου. Το διαβάζω κάθε τόσο, φωναχτά, ψιθυριστά, σιωπηλά, και στη μαγική Αθήνα του 1896 αφουγκράζομαι την πόλη του 21ου αιώνα: τα ράδια και τους στεναγμούς των ακάλυπτων, τις μουσικές από παράθυρα αυτοκινήτων, τον αντίλαλο από συναυλίες σε λόφους και άλση, τα ελαφροπατήματα των νυν άστεγων, ανέστιων, φερέοικων, τα τιτιβίσματα λυγερών νέων με μούσια και κιθάρες, τη μελωδική ντοπιολαλιά γέροντος κοτσωνάτου, την πολύγλωσση βουή της Λαϊκής. Σ’ όλα τα σημερινά μπορείς να ακούσεις τον υπερμοντέρνο Παπαδιαμάντη, τον ψάλτη που εκουρδίζετο στο στασίδι του σαν τραγουδούσε τα βασανάκια των ανθρώπων και τους αχούς της ανατολικής του πόλεως. Γιατί, σαν το σκέφτομαι, αυτός, και μερικοί άλλοι Νεοέλληνες, σαν τον Σολωμό, τον Εγγονόπουλο, τον Πικιώνη, μάς έμαθαν να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, να βλέπουμε βαθιά, πραγματικά, ιστορικά, και ταυτοχρόνως να τα φανταζόμαστε υπέρτερα.
Να, κάπως έτσι ο υλικός βίος, ο αισθαντικός: «Εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μία παρέα. Επτά ή οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν την ζωήν, τα νιάτα. Ο ένας απ’ αυτούς έβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν. [...] Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα. Ο Δερβίσης δεν έπινε κρασί, έπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ήσαν κι αυτοί.» (Ο ξεπεσμένος δερβίσης). Κι έτσι ο βίος της φαντασίας: «— Πού, σ’ αυτόν τον κόσμο; ―Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. —    Άσκ ολσούν … υπεψιθύρισεν ο σαλεπτσής. Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπον, αλλά το ένδυμα. Κάθε άλλος θα τον εξελάμβανε ως φάντασμα. Αλλ’ αυτός δεν επτοήθη. Ήτο απ’ εκείνα τα χώματα.» (Ο ξεπεσμένος δερβίσης) Και: «Είπα: “Ἰδοὺ βγαίνουν ακόμη φαντάσματα!” και ησθάνθην κρυφήν χαράν.» (Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις)
Η μεγάλη τέχνη, η ανυπέρβλητη, του Παπαδιαμάντη στον Δερβίση, είναι, αφενός, ο τρόπος που βλέπει, ακροάται, οσμίζεται, αισθάνεται τον αστικό βίο· αφετέρου, ο τρόπος που καταγράφει και φορμάρει: χωρίς μυθοπλασία, χωρίς ηθικό δίδαγμα, χωρίς κρίσεις επί των ανθρώπων, χωρίς να σκαρώνει χαρακτήρες. Είπαμε, λυρικό μοντάζ σκηνών, αποσπάσματα που συναρμόζονται οργανικά ως εκ της παραθέσεως, από το ένα χάραμα στο άλλο, από το πρώτο σαλέπι ώς το τελευταίο, και, κυρίως, ως εκ της μουσικής που διατρέχει και διαποτίζει όλην την αφήγηση, το τραγούδισμα γι΄αυτόν τον φερέοικο: «Νάι, νάι, γλυκύ. Νάζι — κατά έν ζήτα ελαττούται. Αύρα, ουρανός, άσμα γλυκερόν, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν. Νάι, νάι. Κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, οπού είπεν ο Χριστός. Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον.»
Ο κόσμος του Θησείου, του καφενείου, του σαλεπιτζή μες στο χάραμα, είναι κόσμος ανοιχτός· κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε ο δερβίσης, ποιος είναι, πού κατέληξε· όλοι αναρωτιούνται, όπως ο αφηγητής, μα κανείς δεν πιέζει για μια αληθοφανή απάντηση· προτιμούν να φαντάζονται, αφήνουν μετέωρα τα ερωτήματα. Είναι ο ανοιχτός κόσμος της ανατολικής μητροπόλεως, της ανατέλλουσας φαντασμαγορίας: «Είχεν αναφανεί. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν; Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος; Ήτον Δερβίσης; Ήτον βεκτασής, χόντζας, ιμάμης; Ήτον ουλεμάς, διαβασμένος; Υψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, άγριος. Με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του, με τον δουλαμάν του. Ήτο εις εύνοιαν, εις δυσμένειαν; Είχεν ακμάσει, είχεν εκπέσει, είχεν εξορισθεί; Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.[...] Ζει, απέθανε, περιπλανάται εις άλλα μέρη, ανεκλήθη από της εξορίας, επανέκαμψεν εις τον τόπον του; Κανείς δεν ηξεύρει. Ίσως την ώραν ταύτην ν’ ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των Ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης. Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.»
Καθόμαστε στο μικρό καφενείο του κόσμου, ίδιο απ’ το 1896 στο 2010. Ο Δερβίσης πίνει πλάι μας μαστίχα κερασμένη, «άστεγος, άνεστιος, φερέοικος». All night long. Στο παρόν και στο μέλλον.
πηγη