Όσο εξουσιάζει η ύλη και η φωνή της ματαιοδοξίας, τόσο θα στενεύει η πύλη και η μελωδία της ευτυχίας. Όσο δυναμώνει ο εγωισμός, τόσο θα μικραίνει ο ουρανός. Ποιος θησαυρός, ποια πλούτη αν από αγάπη είσαι φτωχός. Ένα λιθαράκι απ’ τον καθένα. Ένας για όλους και όλοι για έναν»
Ο Λεωνίδας Μπαλάφας τραγουδά, γράφει μουσική και στίχους στους δίσκους του, χορεύει, γελάει, λέει ανέκδοτα και «τα σπάει» στα live του. Είναι ένας από τους νέους Έλληνες μουσικούς που επιτέλους ξαραχνιάζουν την ευρύτερη «έντεχνη σκηνή». Για αυτό και οι πιτσιρικάδες τραγουδούν με λύσσα τα τραγούδια του στις συναυλίες, γράφουν κάθε μέρα για αυτόν στο facebook, πηγαίνουν ξανά και ξανά στο κλαμπ που τραγουδά και τον περιμένουν να τελειώσει για να πιουν μαζί του τεκίλες σαν να είναι κολλητός τους.
Είχε από μικρός τέτοια «λόξα» όπως λέει με τη μουσική που την παίδευε και τη μάθαινε μόνος του. Μέχρι σήμερα διατηρεί ενθουσιασμό μικρού παιδιού για τη μουσική. Για αυτό όταν συζητάμε για τις δισκογραφικές εταιρίες και τον ανταγωνισμό, μου λέει κουνώντας με νεύρο τα χέρια του ότι το μόνο που στα αλήθεια τον ενδιαφέρει είναι «να παίζουμε μουσική, ας παίξουμε τώρα».
Αυτό κάνει από τα δεκατέσσερά του όταν τραγουδούσε τότε σε μια μπουάτ στην Πλάκα όπου με την τρέλα που κουβαλά, είχε κάνει μόδα τα σφηνάκια στους αν και μεσήλικες, κουλ πελάτες. Συνέχισε σε άλλες μουσικές σκηνές για να περάσει πριν τέσσερα χρόνια, το κατώφλι του fame story του οποίου ήταν ο νικητής κερδίζοντας 200.000 ευρώ. Δεν έχει ακόμη απενοχοποιήσει τη συμμετοχή του στο τηλεοπτικό ριάλιτι. Ούτε ξέρει το ακριβές κίνητρο που «τον πήγε μέσα». Οι μήνες που πέρασε στο παιχνίδι τον ζόρισαν, κι αν κρίνω από το βλέμμα του όσο αναφερόμαστε σε αυτήν περίοδο, ακόμη ξεχρεώνει εκείνους τους προσωπικούς του λογαριασμούς. Εκεί μέσα ωστόσο δοκίμασε την αντοχή, τη συνείδηση, την αισθητική αλλά και τη σιωπή του. Όσο για χρήματα που κέρδισε, δεν τα εκτίμησε ποτέ ιδιαίτερα διότι δεν ένιωσε ότι έκανε τίποτα σπουδαίο για να τα κερδίσει. Αν μάλιστα δε χρειαζόταν να δώσει πάνω από τα μισά για να καλύψει την οικογένειά του σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία, θα του φαινόταν μάταιη η νίκη του.
Σήμερα, λίγο πριν τα τριάντα, αν και βρίσκει πάντα διέξοδο στο χιούμορ και τις πλάκες του, είναι πολύ λιγότερα τα πράγματα που «παίρνει στην πλάκα». Τον αγανακτεί ο τρόπος που ζούμε. Τον απασχολεί πολύ η μοναξιά που παρατηρεί γύρω του αν κι ο ίδιος δε νιώθει μόνος. Όταν είσαι το μικρότερο από τα έξι παιδιά μιας οικογένειας πρέπει να ψάξεις για να εντοπίσεις το αίσθημα της μοναξιάς. Ζει ακόμη στα Κάτω Πατήσια, μια γειτονιά που έχει δει να αλλάζει από την εποχή που αλήτευε σαν παιδί στα πάρκα και τις πλατείες. «Έχει αγριέψει η περιοχή αλλά έχουμε αγριέψει κι εμείς. Και δε μας φταίνε οι μετανάστες». Τους αντιμετωπίζει διαφορετικά από ό,τι οι γείτονές του στον Άγιο Παντελεήμονα. «Όπως μιλώ σε όλους, έτσι μιλάω και σε αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν κατατρεγμένοι από την άκρη του κόσμου και σήμερα ζουν στοιβαγμένοι όπως κατά μία έννοια κι εγώ, στη γειτονιά μου». Ανησυχεί για την τροπή που θα πάρει το ζήτημα των μεταναστών τα επόμενα χρόνια. Με ρωτά λεπτομέρειες για το ισχύον καθεστώς που αφορά τους παράνομους μετανάστες και τις κομπίνες που στήνουν οι μεσάζοντες για να τους περάσουν στην Ελλάδα. Για όλα όσα τον ανησυχούν τραγουδά στον «Πλάτανο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου